Выбрать главу

135 μύθοι του Αισώπου

Ο Βοριάς κι ο Ήλιος

Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.

– Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.

– Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.

Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.

Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα 'βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.

– Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.

– Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.

– Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα ναι ο δυνατότερος.

– Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.

Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολο-μόναχος.

Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.

Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος, για να προφυλαχτεί από τον αέρα.

Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ' ένα σακί, και τυλίχτηκε μ' αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.

Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.

Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:

– Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.

Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.

Δυνάμωσε τη λάμψη του ο Ήλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.

Αλλ'ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο δια-βάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλωθεί στον ίσκιο του.

Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά – σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.

– Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.

Ο Δουλευτάρης κι ο Ακαμάτης

Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που τα σπίτια τους και τα χωράφια τους γειτόνευαν. Ο ένας όμως ήτανε Δουλευτάρης κι ο άλλος Ακαμάτης.

Από το πρωί, ως το βράδυ, ο Δουλευτάρης όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε, σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν τελείωνε τη δουλειά του στα χωράφια και γυρνούσε στο σπίτι του, κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει: πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κανένα παράθυρο, που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τις κότες του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του. Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και, σιγά – σιγά, έγινε ο πιο πλούσιος του τόπου.

Ο γείτονάς του όμως, ο Ακαμάτης, έβρισκε πάντοτε προφάσεις για να μη δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο Δουλευτάρης, αλλά κοιμόταν ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ένα κοντάρι στον ουρανό, γιατί έλεγε πως, όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο ξεκούραστος θα 'ταν και τόσο πιο καλά θα δούλευε στο χωράφι του. Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι κι έτσι, ως το βράδυ, δεν πρόφταινε να κάνει πολλά πράγματα. Και το χωράφι του δεν έδινε ούτε καλό, ούτε πολύ καρπό. Κι έτσι, χρόνο με το χρόνο, γινότανε φτωχότερος, ώσπου έγινε ο πιο φτωχός του τόπου.

Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον Δουλευτάρη κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό, και στο χωράφι του γείτονά του να μη δίνει καθόλου.

Μια μέρα, οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους κι επειδή ο Δουλευτάρης είπε ότι μόνο με τη δουλειά προκόβει κανείς, ο Ακαμάτης θύμωσε και, σηκώνοντας το τσεκούρι του, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.

Οι συγγενείς του Δουλευτάρη έτρεξαν να τον σηκώσουν κι όταν είδαν πως ήταν πια πεθαμένος, άρχισαν να κυνηγούνε το φονιά.

Αλλ' ο Ακαμάτης είχε προχωρήσει πολύ και τους ξέφυγε, τρέ-χοντας προς το Νείλο.

Στρέφοντας πίσω του είδε πως οι συγγενείς του σκοτωμένου ήταν ακόμη μακριά, αλλ' έτρεχαν κι αυτοί προς το ποτάμι. Θέλησε τότε να εξακολουθήσει το δρόμο του αλλά, ξαφνικά, είδε να παρουσιάζεται ένας λύκος.

Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον φάει, γιατί δεν είχε κανένα όπλο μαζί του για να τον χτυπήσει.

Καθώς κοιτούσε γύρω του με απελπισία, για να βρει τρόπο να σωθεί, πρόσεξε μια ψηλή χουρμαδιά, που βρισκότανε στην όχθη του Νείλου και που τα μεγάλα, πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν πάνω από τον ποταμό.

– Σώθηκα! μουρμούρισε. Τώρα θα γλιτώσω κι από το λύκο κι από τους ανθρώπους!

Κι έτρεξε προς τη χουρμαδιά, σκαρφάλωσε στον κορμό της και, σιγά – σιγά, ανέβηκε ως τα πρώτα κλαδιά και κρύφτηκε μέσα στα πλατιά φυλλώματα.