Выбрать главу

Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και, πηδώντας πάνω σ' ένα ξύλινο χοντρό καρφί, στον τοίχο, κρεμάστηκε απ' αυτό κι έκανε τον ψόφιο.

Ύστερα από δυο – τρεις ώρες, ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του γάτου, τόλμησε να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε το γάτο που παράσταινε τον ψόφιο, κρεμασμένος στο καρφί, και κατάλαβε τι είχε γίνει.

– Άκουσε, κυρ – γάτο, του φώναξε. Και σακί να σε δω να γίνεις και να σε κρεμάσουν σε καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου.

Και κρύφτηκε, πάλι, όσο πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.

Ο Λύκος κι η Κατσίκα

Μια κατσίκα, που έβοσκε στην πλαγιά του βουνού, προχώρησε, σιγά – σιγά, χωρίς να το καταλάβει, σ' ένα δύσβατο μέρος, εκεί όπου δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι, παρά μόνο βράχοι απότομοι και θεόρατοι γκρεμοί.

Ανάμεσα σ' εκείνους τους απόκρημνους βράχους όμως, φύτρωναν, πού και πού, μερικά βλαστάρια, που η κατσίκα τα νοστιμευότανε και σκαρφάλωνε ως εκεί, τέντωνε το λαιμό της και τα 'τρωγε.

Ένας λύκος, που βρισκότανε μέσα στο δάσος, μυρίστηκε τ' αχνάρια της κατσίκας και τ' ακολούθησε, με τη μύτη στο χώμα.

Όταν έφτασε στο βραχότοπο, έχασε τ' αχνάρια, αλλ' ένιωθε ακόμα τη μυρωδιά της κατσίκας. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε, ψηλά, πάνω στον πιο απόκρημνο βράχο. Ήτανε μια κατσίκα μεγάλη, καλοθρεμμένη, κι ο λύκος σκέφτηκε πως, αν την έπιανε θα χόρταινε για δυο μέρες τουλάχιστον.

Πώς να την πιάσει, όμως; Εκεί απάνω, που είχε σκαρφαλώσει η κατσίκα, αυτός δεν θα τολμούσε ποτέ του ν' ανεβεί γιατί οι λύκοι δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν στα βράχια με τόση ευκολία, όπως οι κατσίκες.

Σκέφτηκε λοιπόν να χρησιμοποιήσει την πονηριά του και της φώναξε:

– Καλημέρα, κυρά – κατσίκα!

– Καλημέρα, κυρ – λύκο, του αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου.

– Κάτι πολύ ψηλά βλέπω ότι ανέβηκες, κυρά – κατσίκα.

– Ήρθα να πάρω τον αέρα μου, κυρ – λύκο μου.

– Εγώ δεν ανεβαίνω ποτέ μου τόσο ψηλά, γιατί ζαλίζομαι.

– Εγώ όμως δεν ζαλίζομαι ποτέ μου.

– Είναι επικίνδυνο μέρος αυτού που στέκεσαι, κυρά – κατσίκα.

– Γιατί, κυρ – λύκο;

– Μπορεί να γκρεμιστείς και να πέσεις.

– Έννοια σου κι εγώ δεν γκρεμίζομαι….

– Και δεν βρίσκεις και τίποτε αυτού πάνω για να φας, κυρά – κατσίκα.

– Πώς δεν βρίσκω, κυρ – λύκο; Έχει κάτι αγριοβλάσταρα πολύ νόστιμα.

– Είναι λιγοστά όμως.

– Σ' αυτό έχεις δίκιο, παραδέχτηκε η κατσίκα.

– Εδώ πιο κάτω, κυρά – κατσίκα, είναι ένα λιβάδι με χορτάρι τόσο παχύ, που ποτέ μου δεν είδα άλλο. Έλα να βοσκήσεις όσο θέλεις…..

– Άκουσε, κυρ – λύκο μου, αποκρίθηκε η κατσίκα, δεν με προσκαλείς για να βοσκήσω, αλλά για να με φας. Μη χάνεις λοιπόν τα λόγια σου άδικα, γιατί δεν έχω σκοπό να κατέβω από δω πάνω.

Ο λύκος κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε να κοροϊδέψει την κατσίκα κι έτσι έβαλε κάτω το κεφάλι του κι έφυγε, μήπως βρει κανένα άλλο κυνήγι, πιο βολικό.

Ελάφι και Λιοντάρι

Μια νύχτα, ένα ελάφι βγήκε να βοσκήσει.

Το μέρος ήταν ερημικό, κάμπος απέραντος, άνθρωπος κανείς δεν ήταν εκεί κοντά και τ' αγρίμια κυνηγούσαν μέσα στο μεγάλο, πυκνό δάσος, που κι αυτό βρισκότανε πολύ μακριά.

Το ελάφι λοιπόν βόσκησε με την ησυχία του και, χαράματα, ξεκίνησε να γυρίσει στο δάσος, όπου έμενε.

Στο δρόμο του δίψασε και πήγε σε μια πηγή με βαθιά και πεντακάθαρα νερά, για να ποτιστεί.

Καθώς έσκυβε να πιει, είδε, στην ήρεμη επιφάνεια του νερού, που έμοιαζε με κρυστάλλινο καθρέφτη, ν' αντικαθρεφτίζεται το κορμί του και, μόλο που ήταν διψασμένο, στάθηκε μια στιγμή, να δει καλύτερα το αντικαθρέφτισμά του.

– Έχω όμορφο κεφάλι και πολύ όμορφα κέρατα! μουρμούρισε ικανοποιημένο το ελάφι. Κανένα αγρίμι μέσα στο δάσος δεν έχει τέτοια κέρατα, όπως εγώ. Άλλα έχουν μικρά, ή γυριστά, άλλα μεγάλα και ίσια, άλλα έχουν δόντια σουβλερά, κέρατα όμως κλαδωτά, τόσο μεγάλα και τόσο αρχοντικά, κανένα αγρίμι δεν τα 'χει!

Κι αφού ήπιε νερό και ξεδίψασε, στάθηκε λίγο, για να σβήσουν οι κύκλοι πάνω στην επιφάνεια της πηγής και να ξαναγίνουν τα νερά σαν καθρέφτης κρυστάλλινος, γιατί ήθελε να δει ακόμα μια φορά τα ωραία, κλαδωτά του κέρατα, προτού γυρίσει στο δάσος.

Σιγά – σιγά, οι κύκλοι μέσα στο νερό αραίωναν κι η επιφάνειά του απλώθηκε ήρεμη, κρυστάλλινη, χωρίς καμιά ρυτίδα απάνω της, όμοια με καθρέφτη.

Και πάλι είδε τα μεγάλα, κλαδωτά του κέρατα το ελάφι και του φάνηκαν πολύ όμορφα και τα θαύμασε. Αλλά, μια στιγμή, καθώς έγερνε το κεφάλι του, για να τα δει καλύτερα μέσα στο νερό, πρόσεξε το στήθος του, που ήτανε πλατύ και δυνατό, κι από κάτω τα μπροστινά του πόδια, πολύ αδύνατα, τόσο, που απορούσες, όταν τα 'βλεπες, πώς μπορούσαν και σήκωναν εκείνο το δυνατό κορμί, εκείνο το περήφανο κεφάλι, με τα θαυμάσια, μεγάλα, κλαδωτά κέρατα.