Выбрать главу

– Και γι' αυτό το πράγμα χτυπιέσαι και δέρνεσαι, ανόητε; Κι όταν είχες το χρυσάφι, μήπως το είχες πραγματικά; Όχι, βέβαια, μια που το είχες θαμμένο. Θάψε, λοιπόν, στη θέση του μια πέτρα, πες πως είναι το χρυσάφι σου και το ίδιο κάνει, μια που το χρυσάφι δεν είχες σκοπό να το μεταχειριστείς.

Οι Οδοιπόροι κι η Αρκούδα

Δυο φίλοι ξεκίνησαν κάποτε για να πάνε σ' ένα μέρος, όπου είχαν δουλειά, και, για να μην αργήσουν πολύ, αντί να πάρουν το δημόσιο δρόμο, πήραν ένα μονοπάτι, που περνούσε μέσα από ένα πυκνό, άγριο δάσος.

Περπατούσαν ώρες πολλές, συζητώντας για τις υποθέσεις τους και λογαριάζοντας πως, αν πετύχαιναν εκεί που πήγαιναν, θα κέρδιζαν πολλά χρήματα.

– Πρέπει να συνεταιριστούμε και να κάνουμε μαζί εμπόριο, πρότεινε ο ένας.

– Μ' όλη μου την καρδιά, αποκρίθηκε ο άλλος. Έτσι αδερφικοί φίλοι που είμαστε, θα μπορέσουμε να δουλέψουμε καλά, μια που ο καθένας μας θα κοιτάζει το συμφέρον και των δυο κι όχι μόνο το δικό του.

Το μεσημέρι κάθισαν πλάι σε μια πηγή, έφαγαν ό,τι είχαν πάρει μαζί τους, κι όταν ξεκουράστηκαν συνέχισαν το δρόμο τους.

Ύστερα από λίγο όμως, πίσω από ένα βράχο, πρόβαλε μια μεγάλη αρκούδα και προχώρησε προς το μέρος τους.

Ο ένας από τους δυο φίλους παράτησε αμέσως το σύντροφο του, σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο και κρύφτηκε μέσα στο φύλλωμά του.

Ο άλλος, που δεν πρόφτασε να φύγει, έπεσε κάτω κι έκανε τον πεθαμένο. Η αρκούδα πήγε κοντά του κι άρχισε να τον μυρίζει, αλλ' αυτός κρατούσε την ανάσα του γιατί είχε ακούσει να λένε πως οι αρκούδες δεν πειράζουν τους πεθαμένους.

Πραγματικά, η αρκούδα, αφού τον μύρισε στο πρόσωπο, τράβηξε το δρόμο της και, σε λίγο, χάθηκε πίσω από κάτι βράχους.

Τότε ο φίλος του κατέβηκε από το δέντρο και πήγε κοντά του.

– Τι σου είπε η αρκούδα; τον ρώτησε.

– Με συμβούλεψε να μην ταξιδεύω στο εξής με φίλους που με παρατάνε όταν παρουσιάζεται κίνδυνος, αποκρίθηκε εκείνος.

Το Λιοντάρι κι ο Λαγός

Ένα λιοντάρι που πεινούσε πολύ, γιατί δεν είχε σκοτώσει τίποτα όλη τη νύχτα, που κυνηγούσε, τριγυρνούσε ένα πρωί μέσα στο δάσος, με την ελπίδα πως κάτι θα 'βρισκε να φάει.

Τ' αγρίμια όμως, τα περισσότερα, ήταν κρυμμένα στις φωλιές τους και το λιοντάρι, που απελπίστηκε, ετοιμαζότανε να γυρίσει κι αυτό στη σπηλιά του, για να ξεκουραστεί.

Εκείνη τη στιγμή, όμως, είδε ένα λαγό, που κοιμότανε μέσα σ' ένα θάμνο.

«Καλός είναι κι αυτός, για να ξεγελάσω την πείνα μου», σκέφτηκε το θεριό κι ετοιμάστηκε να τον αρπάξει με τα δόντια του.

Άκουσε όμως κλαδιά να σπάζουν και στράφηκε να δει: ήταν ένα μεγάλο ελάφι που προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα. Αμέσως το λιοντάρι άφησε τον κοιμισμένο λαγό κι όρμησε απάνω στο ελάφι. Εκείνο, όμως, γρήγορο καθώς ήτανε του ξέφυγε κι άρχισε τότε ένα άγριο κυνηγητό, που βάσταξε ώρες.

Στο τέλος, το ελάφι μπόρεσε να ξεφύγει οριστικά και το λιοντάρι, γύρισε πίσω στο θάμνο, όπου κοιμόταν ο λαγός, για να φάει εκείνον τουλάχιστον.

Αλλ' ο λαγός, στο μεταξύ, είχε ξυπνήσει κι είχε φύγει κι όταν έφτασε το λιοντάρι, δεν βρήκε τίποτα μέσα στο θάμνο.

«Καλά να την πάθω!», είπε μέσα του το θηρίο. «Άφησα το λαγό, που είχα στα πόδια μου και κυνήγησα το ελάφι, για να χορτάσω καλύτερα».

Τα δυο Σκυλιά

Ένας άνθρωπος είχε αγοράσει δυο μικρά σκυλιά και τα είχε πάει στο σπίτι του.

Το ένα λογάριαζε να το κάνει λαγωνικό, γιατί ήτανε και κυνηγός, και το άλλο, που είχε πλούσιο μεταξωτό τρίχωμα, θα το κρατούσε στο σπίτι του για να του το φυλάει και να του το στολίζει κιόλας.

Άρχισε λοιπόν, από την πρώτη μέρα κιόλας, που τα πήρε, να γυμνάζει το λαγωνικό ώρες ολόκληρες και να το κουράζει στο τρέξιμο, ενώ το άλλο τ' άφηνε να τεμπελιάζει ξαπλωμένο.

Όταν γύμνασε αρκετά το λαγωνικό, άρχισε να βγαίνει κάθε μέρα μαζί του στο κυνήγι, στους κάμπους και στα βουνά, κι όταν γύριζαν, αργά το βράδυ, στο σπίτι τους, έδινε, από το κυνήγι, που έφερνε, και στο σκυλί του σπιτιού να φάει.

Εκείνο έτρωγε ό,τι του έδιναν, κουνούσε την ουρά του και συνέχιζε τον ύπνο του, γιατί άλλη δουλειά δεν έκανε όλη μέρα.

Το καημένο το λαγωνικό σκυλί, που γύριζε κάθε βράδυ, στο σπίτι τσακισμένο από την κούραση, έβρισκε πως το αφεντικό του το αδικούσε. Γιατί, ενώ αυτό κουραζόταν όλη την ημέρα, το άλλο το σκυλί τεμπέλιαζε κι ωστόσο, το βράδυ, έτρωγαν και τα δυο το ίδιο φαγητό, και μάλιστα αυτό το κυνήγι, που εκείνο είχε σπάσει τα πόδια του για να το πιάσει.

Παραπονιότανε λοιπόν στο σύντροφο του: