Выбрать главу

– Δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται: να τρέχω εγώ όλη την ημέρα και να σπάω τα πόδια του και συ να κάθεσαι ξαπλωμένο, να μην κάνεις τίποτα και να τρως απ' αυτά που φέρνω εγώ με τον κόπο μου.

– Γιατί τα βάζεις μαζί μου; του απαντούσε το τεμπέλικο σκυλί. Καλύτερα να παραπονεθείς στο αφεντικό μας. Αυτός μ' έμαθε να μην κάνω καμιά δουλειά, μόνο να ζω από τον κόπο το δικό σου.

Ο Διογένης ταξιδεύοντας

Κάποτε, ο Διογένης, ο αρχαίος φιλόσοφος, είχε κινήσει για ένα μακρινό ταξίδι.

Πεζοπορούσε, γιατί δεν είχε χρήματα για να νοικιάσει κανένα άλογο, ή κανένα γάιδαρο, αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί δεν βιαζότανε.

Κάποτε, έφτασε σ' ένα ποτάμι, που το νερό του ήταν αρκετά βαθύ κι ο Διογένης στάθηκε στην όχθη του αναποφάσιστος. Να μπει στο ποτάμι δεν το αποφάσιζε, γιατί δεν ήξερε κολύμπι, το νερό έφτανε ως τη μέση του και φοβότανε μήπως, πιο πέρα, ήταν βαθύτερο.

Κάποιος πονόψυχος άνθρωπος, που τον είδε, του πρότεινε τότε να τον πάρει στη ράχη του και να τον περάσει στην αντικρινή όχθη.

Ο Διογένης δέχτηκε κι έτσι πέρασε το ποτάμι, καβάλα στη ράχη εκείνου του ανθρώπου.

Όταν έφτασαν αντικρύ, στενοχωρήθηκε που ήταν τόσο φτωχός, ώστε δεν είχε να δώσει κάτι σ' εκείνο τον καλό τον άνθρωπο, για τον κόπο του.

Στο μεταξύ, όμως, έφτασε κι ένας άλλος στρατοκόπος κι ο καλός άνθρωπος προσφέρθηκε να τον περάσει κι εκείνον πάνω στη ράχη του.

Τότε ο Διογένης τον πλησίασε και του είπε:

– Νόμιζα ότι σου χρωστάω χάρη για το καλό που μου έκανες, αλλά τώρα βλέπω ότι δεν σου χρωστάω τίποτα. Γιατί, ό,τι κάνεις, δεν το κάνεις με την κρίση σου, αλλά με την τρέλα σου.

Και το πίστευε αυτό ο Διογένης γιατί θεωρούσε τρελό εκείνον που εξυπηρετεί κι ένα φιλόσοφο, όπως αυτόν, κι έναν ασήμαντο στρατοκόπο.

Το Περδικογέρακο και το Φίδι

Ένα περδικογέρακο ζήλευε τα μεγάλα τα γεράκια και, πιο πολύ, ζήλευε τους αετούς.

Έβλεπε τα γεράκια να πέφτουν απάνω στις κότες και στους πετεινούς, να τους αρπάζουν με τα νύχια τους και να τους σηκώνουν ψηλά κι έλεγε μέσα του:

«Αυτό μπορώ να το κάνω κι εγώ. Τι είναι μια κότα; Ένα μεγάλο περιστέρι. Αφού αρπάζω πουλιά και περιστέρια, γιατί να μην αρπάζω και κότες ή πετεινούς;»

Έβλεπε τον αετό, που άρπαζε λαγούς, κατσίκια, πρόβατα καμιά φορά και τα σήκωνε ψηλά, χτυπώντας τον αέρα με τις μεγάλες δυνατές φτερούγες του, κι έλεγε μέσα του:

«Αχ, γιατί να μη μοιάζω του αετού; Τι είναι τα περιστέρια, που αρπάζω εγώ, μπροστά στα πρόβατα που αρπάζει αυτός;»

Από τη ζήλια του να μοιάσει στον αετό ή, έστω, στο μεγάλο γεράκι, το περδικογέρακο αποφάσισε μια μέρα να μην κυνηγάει πουλιά μικρά, όπως τότε, αλλά ζώα πιο μεγάλα.

Βέβαια, δεν θα μπορούσε ν' αρπάξει μια κότα, ή έναν πετεινό, και πολύ περισσότερο ένα λαγό, ή ένα πρόβατο, αλλά σκέφτηκε πως, αν άρχιζε ν' αρπάζει μικρότερα ζώα, σιγά – σιγά, θα συνήθιζε ν' αρπάζει και μεγάλα.

Πετούσε λοιπόν χαμηλά, ψάχνοντας να βρει κανένα ζώο, που θα μπορούσε να τ' αρπάξει, και το μάτι του έπεσε πάνω σ' ένα φίδι.

Και, χυμώντας πάνω στο φίδι, το άρπαξε με τα νύχια του.

Αλλά το φίδι δεν τα 'χασε καθόλου. Στριφογύρισε το κεφάλι του και το δάγκωσε τόσο δυνατά, ώστε το περδικογέρακο έπεσε στο χώμα, παρασέρνοντας μαζί και το θύμα του.

– Καλά να πάθεις, του είπε τότε το φίδι. Γιατί να τα βάλεις μαζί μου, αφού δεν σε πείραξα ποτέ μου;

Η πλεονεξία του περδικογέρακου, βλέπετε, του στοίχισε τη ζωή.

Το Γουρουνόπουλο και τα Πρόβατα

Μια φορά, ένα γουρουνόπουλο το 'σκασε από την αυλή, όπου ζούσε, κι ανακατεύτηκε μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Είχε βαρεθεί να είναι κλεισμένο όλη μέρα κι όλη νύχτα σ' εκείνη την αυλή, κι ήθελε να βγει έξω, στα λιβάδια και να τριγυρνάει ελεύθερο, όπως τριγυρνούσαν τα πρόβατα, βόσκοντας. Τα πρόβατα, που είναι ζώα καλόβολα κι αθώα, δεν το 'διωξαν. Το άφησαν να βόσκει μαζί τους στο λιβάδι, μόνο που το γουρουνόπουλο δεν έτρωγε χόρτα, όπως αυτά, αλλά σκάλιζε διαρκώς το χώμα με το ρύγχος του κι όλο κάτι έβρισκε κι έτρωγε, μέσα στις τρύπες που άνοιγε.

Ο βοσκός δεν το είχε πάρει είδηση, γιατί ήτανε μικρό και χανόταν ανάμεσα στα πρόβατα, που πήγαιναν όλα μαζί, όπως το συνηθίζουν. Έτσι, πέρασαν λίγες μέρες και το γουρουνόπουλο ήτανε κατενθουσιασμένο.

Ένα πρωί, όμως, ξεθαρρεύτηκε και τράβηξε λίγο πιο πέρα, από κει που έβοσκαν τα πρόβατα, γιατί νόμιζε πως εκεί το χώμα ήτανε πιο μαλακό, θ' άνοιγε βαθύτερες τρύπες με το ρύγχος του και θα 'βρισκε πιο νόστιμα πράγματα για να φάει.

Το είδε όμως ο βοσκός, άπλωσε την γκλίτσα του και το 'πιασε από το δεξί πισινό του πόδι.

Το γουρουνόπουλο, που δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρχισε να τσιρίζει τόσο δυνατά, που τα πρόβατα το μάλωσαν.