Выбрать главу

– Τι τσιρίζεις έτσι; του είπαν. Κι εμάς ο βοσκός μας πιάνει έτσι με την γκλίτσα του, αλλά δεν ουρλιάζουμε όπως εσύ!

– Εσάς σας πιάνει για να σας αρμέξει, ή για να σας κουρέψει. Εμένα όμως με πιάνει για το κρέας μου, τους αποκρίθηκε το γουρουνόπουλο, τσιρίζοντας όλο και πιο δυνατά.

Κι είχε δίκιο το καημένο, γιατί αυτό κινδύνευε να χάσει τη ζωή του, ενώ τα πρόβατα έχαναν μόνο το γάλα τους, ή το μαλλί τους.

Το Ελάφι και τ' Αμπέλι

Ένα ελάφι βοσκούσε στο λόγγο μιαμέρα, όταν ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά του, κυνηγοί. Το ελάφι, μ' ένα πήδημα πέρασε ένα στενό ποταμάκι, που έκοβε στα δυο το λόγγο και βρέθηκε στην αντικρινή όχθη.

Οι κυνηγοί όμως, έτρεξαν λίγο πιο κάτω, όπου το ποταμάκι στένευε πολύ, και πήδησαν κι αυτοί στην αντικρινή του όχθη κι εξακολούθησαν να κυνηγούνε το ελάφι.

Εκείνο, όμως, για να τους ξεφύγει, δεν έτρεξε μέσα στο λόγγο, αλλ' άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά του βουνού. Γιατί, στο λόγγο μέσα, η βλάστηση ήταν πυκνή, τα κλαδιά των δέντρων του έκοβαν το δρόμο, κι άν μπερδεύονταν σ' αυτά τα κέρατά του, ήτανε χαμένο.

Τράβηξε λοιπόν προς την πλαγιά, κι εκεί βρέθηκε μπροστά σ' ένα πυκνόφυλλο αμπέλι, που τα κλήματά του ήταν στηριγμένα σε παλούκια κι ανέβαιναν ψηλά. Εκεί μέσα κρύφτηκε το ελάφι, για να μην το βρουν οι κυνηγοί.

Ακουμπούσε το κορμί του πλάι σ' ένα χοντρό κλήμα και, καθώς στεκόταν εκεί, πρόσεξε πόσο πράσινα και πόσο τρυφερά ήταν τα κληματόφυλλα. Δοκίμασε ένα και το βρήκε πολύ νόστιμο.

– Μη μου τρως τα φύλλα μου, το παρακάλεσε το κλήμα. Εγώ μ' αυτά ανασαίνω.

Αλλά το ελάφι, που είχε νοστιμευτεί, δεν έδωσε σημασία σ' εκείνα τα λόγια κι άρχισε να τρώει τα κληματόφυλλα, με τόση όρεξη, ώστε το κλήμα κουνιόταν, καθώς το τραβούσε με τα δόντια του.

Οι κυνηγοί, που είχανε χάσει το ελάφι, βλέποντας το κλήμα να κουνιέται με τέτοιαν ορμή, κατάλαβαν πως είχε κρυφτεί μέσα στ' αμπέλι, κι έριξαν μερικές σαΐτες. Μια απ' αυτές, βρήκε κατάστηθα το ελάφι, που σωριάστηκε στο χώμα και μουρμούρισε, πεθαίνοντας:

– Καλά να τα πάθω, αφού δεν σεβάστηκα τον ευεργέτη μου, που θα μου έσωζε τη ζωή.

Ο Γεωργός και το Δέντρο

Ένας γεωργός είχε στο χωράφι του ένα μεγάλο δέντρο, από κείνα που έχουν μεγάλα κλαδιά, πυκνό φύλλωμα, χοντρό κορμό, αλλά που δεν βγάζουν καρπό.

Πάνω στο δέντρο εκείνο ζούσαν εκατοντάδες σπουργίτια και τζιτζίκια. Ο γεωργός θύμωνε με το δέντρο, γιατί έδινε καταφύγιο στα σπουργίτια, που του έτρωγαν το σπόρο και στα τζιτζίκια, που, κάθε καλοκαίρι, τον ξεκούφαιναν με τα μονότονα τσιριχτά τους.

Αποφάσισε λοιπόν να κόψει το δέντρο και, μια μέρα, πήρε το τσεκούρι του κι ετοιμάστηκε να το πελεκήσει.

– Μην το κόψεις το δέντρο μας! τον παρακάλεσαν τα σπουργίτια. Εδώ πάνω έχουμε στήσει τις φωλιές μας κι ανατρέφουμε τα σπουργιτάκια μας.

– Μην το κόψεις το δέντρο, τον παρακάλεσαν και τα τζιτζίκια. Εμείς δεν πειράζουμε κανένα. Καθόμαστε απάνω στα κλαδιά του και τραγουδούμε το όμορφο καλοκαίρι και τον ήλιο το ζεστό.

Αλλ' εκείνος δεν έδωσε καμιά σημασία στα παρακάλια τους κι άρχισε να πελεκάει το χοντρό κορμό του δέντρου. Ο κορμός του δέντρου όμως είχε μια χαραμάδα κι από μέσα ήτανε κούφιος. Και, σ' εκείνη την κουφάλα, είχανε μαζευτεί ένα σμάρι μέλισσες κι είχανε στήσει την κυψέλη τους.

Έτσι, με την πρώτη τσεκουριά, που έδωσε ο γεωργός, πετάχτηκε ένα κομμάτι από το φλοιό του κορμού και φάνηκε η κυψέλη γεμάτη μέλι ευωδιαστό. Πέταξε τότε το τσεκούρι του κι αποφάσισε να μην πελεκήσει το δέντρο, μια που θα είχε μέλι να τρώει.

Οι άνθρωποι, βλέπετε, συγκινούνται περισσότερο από το κέρδος παρά από μια δίκαιη παράκληση.

Ο Γεωργός κι ο Αετός

Ένας γεωργός είχε στήσει βρόχια στο χωράφι του, για να πιάσει κανένα μικρό αγρίμι.

Σ' εκείνα τα βρόχια πιάστηκε ένας λαγός και, καθώς σπαρταρούσε για να φύγει, τον είδε από ψηλά ένας αετός και χύμηξε απάνω του. Τον άρπαξε στα νύχια του κι ετοιμάστηκε να πετάξει ψηλά, για να τον πάει στη φωλιά του, να τον φάει με την ησυχία του. Αλλά, καθώς άπλωνε τις φτερούγες του για να πετάξει, μπερδεύτηκε μέσα στα βρόχια κι έμεινε εκεί αιχμάλωτος.

Το άλλο το πρωί, ο γεωργός πήγε να δει αν είχανε πιάσει τίποτα τα δίχτυα του και βρήκε τον αετό. Ήταν ένα όμορφο, περήφανο πουλί κι ο γεωργός, που ήτανε καλός άνθρωπος, λυπήθηκε να τον σκοτώσει. Ξέλυσε λοιπόν τα βρόχια κι άφησε τον αετό να φύγει.

Αλλ' ο αετός δεν ήταν αχάριστος κι όλο πετούσε πάνω από το χωράφι του γεωργού, σαν να 'θελε να δείξει πως τον θυμόταν πάντα.

Ένα μεσημέρι, ο γεωργός είχε καθίσει, κουρασμένος, στον ίσκιο ενός παμπάλαιου τοίχου, για να κολατσίσει.