Выбрать главу

Το πρωί λοιπόν παρουσιάστηκε στην είσοδο της σπηλιάς και ρώτησε ταπεινά:

– Βασιλιά μου, δεν βγήκες στο κυνήγι χτες το βράδυ;

– Όχι, γιατί είμαι άρρωστο, αποκρίθηκε το λιοντάρι. Πες το στ' άλλα τα ζώα να το ξέρουν για να 'ρθουν να με περιποιηθούν…

Η ύαινα το είπε και πολλά αγρίμια λυπήθηκαν το λιοντάρι.

Το βόδι, πήγε πρώτο να επισκεφτεί τον άρρωστο.

– Πώς είσαι, βασιλιά μου; τον ρώτησε με συμπόνια, μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά.

– Είμαι άρρωστο, μούγκρισε το λιοντάρι. Έλα πιο κοντά να δεις πώς είμαι!

Το βόδι πλησίασε ανύποπτο και τότε το λιοντάρι σήκωσε το μπροστινό του πόδι και, μ' ένα δυνατό χτύπημα, του έσπασε το λαιμό και το 'φαγε. Το άλογο, που πήγε την άλλη μέρα να επισκεφτεί τον άρρωστο βασιλιά του, είχε την ίδια τύχη.

Κάθε μέρα, κάποιο ζώο θα πήγαινε να το επισκεφτεί κι έτσι, συνέχεια, το λιοντάρι, που είχε γεράσει έτρωγε, χωρίς ν' αναγκάζεται να βγαίνει στο κυνήγι.

Ένα πρωί, πέρασε η αλεπού και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς.

– Πώς είσαι, βασιλιά μου; ρώτησε.

– Άσχημα πολύ, μούγκρισε το λιοντάρι.

– Περαστικά σου, είπε η αλεπού κι έκανε να φύγει.

– Γιατί δεν μπαίνεις μέσα να δεις πώς είμαι; απόρησε το λιοντάρι.

– Γιατί βλέπω πολλά αχνάρια ζώων που μπήκαν εκεί μέσα, αλλά δεν ξεχωρίζω κανένα αχνάρι ζώου που να έχει βγει, αποκρίθηκε η αλεπού και το 'βαλε στα πόδια.

Γιατί, σαν φρόνιμη που ήταν, από κείνα τ' αχνάρια κατάλαβε τον κίνδυνο και γλίτωσε.

Ο δειλός Κυνηγός κι ο Λοτόμος

Μια φορά ένας κυνηγός, ξεκίνησε να κυνηγήσει ένα λιοντάρι, που του είχε κάνει μεγάλες ζημιές, γιατί είχε μπει, νύχτα, στα χτήματά του και του είχε κατασπαράξει βόδια κι άλογα. Κίνησε λοιπόν χαράματα, οπλισμένος καλά κι αποφασισμένος να εξοντώσει εκείνο το αγρίμι που του έκανε τόσες καταστροφές.

Έξω από το χτήμα του, βρήκε εύκολα τ' αχνάρια του θηρίου. Στην αρχή, ήτανε μια πλατιά, ματωμένη γραμμή, που έδειχνε πως το λιοντάρι έσερνε στο χώμα τα θύματά του, που τα είχε σκοτώσει πια.

Έπειτα, σε μια πλαγιά, βρήκε κόκαλα από τα ζώα που είχε χάσει: εκεί θα είχε καθίσει το αγρίμι για να τα ξεκοκαλίσει με την ησυχία του.

Τ' αχνάρια του λιονταριού διακρίνονταν τώρα καθαρά πάνω στο χώμα: τα πόδια του ήταν καταματωμένα, καθώς τα είχε βουτήξει μέσα στα σπλάχνα των θυμάτων του, την ώρα που τα 'τρωγε κι έτσι, στο χώμα, διακρίνονταν καφετιές οι βαριές πατημασιές του.

Ο κυνηγός τις ακολούθησε, ώσπου έφτασε σε μια πηγή. Εκεί το λιοντάρι θα στάθηκε για να σβήσει τη δίψα του και, φλογισμένο καθώς ήταν από το πολύ φαγητό, θα χώθηκε ολόκληρο στην πηγή, γιατί, από κει και πέρα, δεν διακρίνονταν πια καφετιά σημάδια στο χώμα.

Ωστόσο, ο κυνηγός ακολούθησε τ' αχνάρια του λιονταριού για λίγο διάστημα κι έπειτα τα 'χασε, γιατί ο τόπος ήταν όλο πέτρες. Είχε μπει πια μέσα στο δάσος και τώρα του ήτανε πολύ δύσκολο ν' ανακαλύπτει τα λιγοστά ίχνη, που άφηνε στο πέρασμά του το θηρίο: καμιά πατημασιά σε μέρος που υπήρχε χώμα, καμιά μακριά τρίχα από τη χαίτη του, που είχε κολλήσει πάνω σε πέτρα.

Προχωρώντας έτσι, ο κυνηγός, έφτασε σ' ένα μέρος όπου κάποιος λοτόμος έκοβε δέντρα.

– Καλημέρα! του είπε ο λοτόμος.

– Καλημέρα.

– Σε βλέπω οπλισμένο βαριά. Είσαι κυνηγός;

– Ναι.

– Και τι βγήκες να κυνηγήσεις;

– Ένα λιοντάρι, που μου 'φαγε άλογα και βόδια. Παρακολουθώ τ' αχνάρια του από το πρωί, αλλά τώρα τα 'χασα γιατί είναι πετρότοπος και δεν φαίνονται καθαρά. Μήπως είδες εσύ τίποτε αχνάρια λιονταριού;

– Αχνάρια δεν είδα γιατί δεν κοίταξα. Ξέρω όμως πού είναι η σπηλιά, όπου μένει το λιοντάρι. Θέλεις να σου την δείξω;

– Όχι, όχι, σ' ευχαριστώ, βιάστηκε να του πει ο κυνηγός. Εγώ τ' αχνάρια του λιονταριού σου ζήτησα να μου δείξεις, κι όχι τη σπηλιά του.

Κι έφυγε κατατρομαγμένος, σαν να 'βλεπε μπροστά του το ίδιο το λιοντάρι. Γιατί ο κυνηγός, εδώ που τα λέμε, ήτανε θρασύδειλος κι ένας θρασύδειλος παριστάνει το παλικάρι μόνο όταν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.

Το Λιοντάρι, ο Προμηθέας κι ο Ελέφαντας

Μια μέρα, το λιοντάρι παρουσιάστηκε στον Προμηθέα.

– Έχω πολλά παράπονα! του είπε.

– Με ποιον τα 'χεις;

– Με σένα που μ' έπλασες.

Ο Προμηθέας παραξενεύτηκε.

– Μ' εμένα έχεις παράπονα; ρώτησε. Μήπως δεν σ' έπλασα ένα αγρίμι μεγάλο κι όμορφο;

– Ναι, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

– Μήπως δεν σου έδωσα δόντια δυνατά, που μπορείς να συντρίψεις μ' αυτά και τα πιο χοντρά κόκαλα;

– Μου τα 'δωσες.