Выбрать главу

– Δεν σου έδωσα πόδια δυνατά και γρήγορα;

– Μου έδωσες.

– Δεν σου έδωσα νύχια δυνατά και κοφτερά;

– Κι αυτά μου τα 'δωσες, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

– Τότε γιατί παραπονιέσαι μ' εμένα; απόρησε ο Προμηθέας.

– Παραπονιέμαι γιατί, ενώ είμαι μεγάλο, όμορφο και δυνατό θηρίο, φοβάμαι τον πετεινό, του εξήγησε το λιοντάρι.

– Τότε με τον εαυτό σου να τα βάζεις κι όχι μ' εμένα. Η ψυχή η δική σου φοβάται τον πετεινό κι εγώ δεν έπλασα την ψυχή σου.

Το λιοντάρι κατέβασε το δυνατό του κεφάλι, γιατί δεν είχε τι να πει στον Προμηθέα, μια που εκείνος δεν είχε πλάσει την ψυχή του και μια που η ψυχή του έφταιγε, που φοβότανε τον πετεινό. Γύρισε λοιπόν στενοχωρημένο στο άγριο δάσος, όπου ζούσε και μερόνυχτα ολόκληρα βασανιζότανε μ' αυτή τη σκέψη: γιατί φοβότανε τον πετεινό; Πώς θα 'κανε για να κατανικήσει εκείνο τον παράξενο φόβο του; Κι επειδή δεν έβρισκε καμιά λύση, αποφάσισε ν' αυτοκτονήσει.

Την ώρα λοιπόν, που πήγαινε ν' αυτοκτονήσει, αντάμωσε στο δρόμο του έναν πελώριο ελέφαντα, που κουνούσε διαρκώς τα τεράστια αυτιά του.

– Πες μου, τον ρώτησε περίεργο το λιοντάρι, γιατί κουνάς διαρκώς τ' αυτιά σου; Δεν κουράζεσαι;

– Κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, του ομολόγησε ο ελέφαντας. Φοβάμαι το κουνούπι! Αυτό το μικροσκοπικό έντομο, που βουίζει διαρκώς, με κάνει και τρελαίνομαι από το φόβο μου, κι αλίμονο μου αν χωθεί μέσα, βαθιά στ' αυτί μου.

Το λιοντάρι, ακούγοντας εκείνα τα λόγια του ελέφαντα γύρισε πίσω στη σπηλιά του.

«Τι ανόητο που ήμουν», έλεγε μέσα του, «να πηγαίνω ν' αυτοκτονήσω, γιατί φοβάμαι τον πετεινό. Εγώ είμαι πιο δυνατό κι από τον ελέφαντα ακόμη, μια που εγώ τουλάχιστον φοβάμαι τον πετεινό, ενώ εκείνος φοβάται το κουνούπι!»

Κι αποφάσισε να ζήσει, έστω κι αν φοβότανε τον πετεινό. Είχε πάρει βλέπετε, θάρρος, μια που είδε πως υπήρχε και χειρότερος φόβος από το δικό του.

Το Άλογο, το Βόδι, ο Σκύλος κι ο Άνθρωπος

Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα, που θα τον κατοικούσαν, όριζε, στο καθένα απ' αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε.

Σ' όλα, όπως στη θαλασσινή χελώνα, λόγου χάρη, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σ' άλλα, σαν το κοράκι παραδείγματος χάρη, διακόσια, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες τρεις μέρες.

Κι επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε θ' άρχιζαν να ζούνε, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει.

Αφού έφτιασε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιασε και τον άνθρωπο. Σ' αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στ' άλλα τα ζώα: του έδωσε το λογικό.

– Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; ρώτησε ο άνθρωπος.

– Σαράντα! του απαντάει ο Δίας.

– Καλά! λέει ο άνθρωπος.

Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας.

Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος, ήταν άνοιξη, όλα ήτανε όμορφα γύρω του, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και, καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τ' άλλα ζώα, για να προφυλάγεται, σκέφτηκε να φτιάσει. Μάζεψε φύλλα, τα 'ραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών.

Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά και σκέφτηκε να χτίσει κι αυτός μια φωλιά, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω, κι όχι ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών.

Με το λογικό λοιπόν, που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιασε ένα σπίτι, με σκεπή, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς ν' αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του.

Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο, για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος όμως είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε.

Ήρθε κι ο χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα, τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινότανε μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.

Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, χτύπησαν την πόρτα του.

– Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.

– Είμαι εγώ, το άλογο, ακούστηκε απέξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου, άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.

– Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;

– Σου χαρίζω! υποσχέθηκε το άλογο.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.

Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.

– Πάρε με, άνθρωπε, να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω! τον παρακάλεσε.

– Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.