Выбрать главу

Ένα κοπάδι δελφίνια, που περνούσε από κει, είδε τους ναυαγούς και πήγε κοντά τους να τους βοηθήσει. Γιατί τα δελφίνια συνηθίζουν να παίρνουν στη ράχη τους όσους ναυαγισμένους βρίσκουν και να τους βγάζουν στη στεριά.

Ένα δελφίνι είδε τη μαϊμού που κολυμπούσε και νόμισε πως ήτανε κι αυτή άνθρωπος. Την πήρε λοιπόν στη ράχη του κι άρχισε να κολυμπάει προς τη στεριά.

Η μαϊμού, που είχε αγκαλιάσει το δελφίνι με τα χέρια της και με τα πόδια της, κατάλαβε ότι τώρα πια δεν κινδύνευε και ξεθάρρεψε.

– Από πού είσαι; την ρώτησε το δελφίνι. Μήπως είσαι από την Αθήνα;

– Ναι, από την Αθήνα είμαι, καυχήθηκε η μαϊμού, κι είμαι από αρχοντική οικογένεια.

– Τον Πειραιά τον ξέρεις; την ξαναρώτησε το δελφίνι.

Η μαϊμού, που δεν είχε ακούσει ποτέ της να μιλάνε για τον Πειραιά, νόμισε πως ήτανε κανένας άρχοντας της Αθήνας και βιάστηκε ν' απαντήσει:

– Πώς δεν τον ξέρω; Είναι φίλος μας και κάθε μέρα σχεδόν τρώει στο αρχοντικό μας.

Τότε το δελφίνι θύμωσε με τα ψέματά της και κατάλαβε πως η μαϊμού δεν ήταν άνθρωπος, όπως είχε νομίσει. Βούτηξε λοιπόν στη θάλασσα, ώσπου πνίγηκε η μαϊμού, κι έπειτα ξαναγύρισε στην επιφάνεια και κολύμπησε να βρει τους άλλους συντρόφους του.

Ο Κύκνος κι ο κύριός του

Υπάρχει ένας θρύλος, που λέει πως όταν ο κύκνος προαισθανθεί το θάνατο του, κελαηδάει τόσο μελωδικά, όσο κανένα πουλί στον κόσμο δεν κελάηδησε ποτέ, και το κελάηδημά του είναι τόσο αρμονικό και τόσο συγκινητικό, ώστε, όποιος τ' ακούσει δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένας πλούσιος λοιπόν είχε δει, κάποτε, έναν κύκνο, που τον πουλούσαν, κι επειδή του άρεσε πολύ, γιατί είχε λευκά, σαν το χιόνι φτερά, μακρύ κι ευλύγιστο λαιμό και κατάμαυρο ράμφος, τον αγόρασε.

Τον έβαλε μέσα σε μια τεχνητή λιμνούλα, που είχε στον κήπο του και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον περιποιούνται πολύ. Πραγματικά, του κύκνου δεν του έλειπε τίποτα κι έτσι, κάθε μέρα, γινότανε και πιο όμορφος.

Ο πλούσιος είχε ακούσει πως οι κύκνοι κελαηδούνε μελωδικά, δεν του είχανε πει όμως ότι το μοναδικό κελάηδημά τους ακούγεται την ώρα που πρόκειται να πεθάνουν. Γι' αυτό, περίμενε να τον ακούσει κι επειδή ο κύκνος δεν κελαηδούσε, νόμιζε πως ήτανε μικρός ακόμα.

Ένα βράδυ, ο πλούσιος έδινε τραπέζι στον κήπο του κι είχε πολλούς καλεσμένους. Για να τους ευχαριστήσει λοιπόν, είπε να φέρουν τον κύκνο και να τον στήσουν πάνω στο τραπέζι. Κι όταν οι υπηρέτες του έκαναν όπως τους πρόσταξε, ο πλούσιος άρχισε να χαϊδεύει το μεγάλο πουλί και να το παρακαλάει να κελαηδήσει.

Μ' όλα του τα χάδια όμως και μ' όλα του τα παρακάλια, δεν κατόρθωνε να πείσει τον κύκνο ν' ανοίξει το στόμα του. Θύμωσε λοιπόν τότε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον σφάξουν. Αλλά, μόλις οι υπηρέτες ετοιμάστηκαν να τον σκοτώσουν, ο κύκνος άρχισε να κελαηδάει τόσο μελωδικά, τόσο υπέροχα, ώστε όλοι δάκρυσαν.

– Εγώ φταίω που τόση ώρα σε παρακαλούσα, είπε ο κύριος του. Έπρεπε να πω ευθύς εξαρχής να σε σκοτώσουν…

Ο Κάβουρας κι η Αλεπού

Ζούσε, κάποτε, ένας κάβουρας σε μιαν ακρογιαλιά.

Ήταν πολλά καβούρια σ' εκείνη την ακρογιαλιά, που ζούσαν ανάμεσα στους βράχους και στα φύκια και, καμιά φορά, έβγαιναν για λίγο στην αμμουδιά, ως εκεί που έφτανε το κύμα της θάλασσας, κι έπειτα ξαναγυρνούσαν στις φωλιές τους.

Εκεί, ανάμεσα στα βράχια και στα φύκια, που πότε τα σκέπαζε και πότε τα ξεσκέπαζε η θάλασσα, ζούσαν όλα μαζί τα καβούρια, έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόντουσαν. Κι εκεί, στις πιο βαθιές σπηλίτσες, ή κάτω από βραχάκια, που σχημάτιζαν κουφάλα, κρύβονταν όταν τ' απειλούσε κανένας κίνδυνος.

Αλλ' αυτός ο κάβουρας είχε βαρεθεί να ζει όπως τ' άλλα τα καβούρια. Όταν ανέβαιναν στην ακρογιαλιά και τ' άλλα έτρεχαν να ξαναπέσουν στο νερό, αυτός αργοπορούσε και, καμιά φορά, προχωρούσε λίγα μέτρα στην αμμουδιά, γιατί ήθελε να δει πώς είναι ο κόσμος της στεριάς.

Τέλος, μια μέρα, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα.

Προχώρησε στην αμμουδιά ώσπου βρήκε ένα ποταμάκι που κυλούσε ανάμεσα σε πέτρες κι ανέβηκε την κοίτη του ποταμού για να δει τι είναι πιο πέρα.

Έφτασε, έτσι, σ' ένα δάσος και παραξενεύτηκε γιατί ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει δέντρα και, στην αρχή, νόμισε πως είναι κατάρτια καραβιών.

Αλλά, καθώς προχωρούσε θαυμάζοντας όσα έβλεπε γύρω, τον είδε μια πεινασμένη αλεπού και πήδησε απάνω του για να τον φάει.

«Καλά να τα πάθω!», είπε μέσα του ο καημένος ο κάβουρας. «Αφού ήμουνα θαλασσινός, τι γύρευα στη στεριά;»

Ο Γάιδαρος και το Αλάτι

Ήτανε μια φορά ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο και τον χρησιμοποιούσε για να κάνει τις διάφορες δουλειές του.