Выбрать главу

Είχα πάει σε μια εκκλησία· και ήτανε ένα γεροντάκι ιερέας, που κανονικά αυτός έπρεπε να είναι στη θεία Λειτουργία πρώτος, κανονικά. Αλλά επειδή με κάλεσαν εμένα για να λειτουργήσω και να μιλήσω, μου λέει: «Πάτερ, εσύ θα λειτουργήσεις. Μου το είπε και ο υπεύθυνος εδώ, δεν θα είμαι εγώ πρώτος στη θεία Λειτουργία, θα είσαι εσύ. Εγώ θα κάθομαι στο πλάι σου». Φαντάσου τώρα. Και το δεχότανε. Του λέω: «Πάτερ, δεν πειράζει εγώ θα μιλήσω όταν έρθει η ώρα, αλλά τώρα εσείς να είστε στο κέντρο της Αγίας Τραπέζης». «Όχι, όχι, όχι». Και μερικές στιγμές που τον έβαζα να κάτσει με το ζόρι, δεν ήθελε. Και χαιρόταν. Και στο τέλος μου βγάζει μια τέτοια χαρά, που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και μου λέει: «Πάτερ πολύ χάρηκα που συλλειτουργήσαμε». Και έβλεπα ότι δεν το έλεγε υποκριτικά, ψεύτικα· να λέει μέσα του: «Χάρηκα, αλλά τέλος πάντων, ήρθες εσύ τώρα εδώ πέρα και μας έκανες τον έξυπνο. Και ήρθες εσύ ο νεότερος». Όχι· έβγαζε αληθινή αγάπη. Και έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, όταν φτάσω και εγώ στην ηλικία του, να έχω τέτοια καθαρή αγάπη που να θυσιάζομαι για τον νεότερο και να μην με πειράζει, αν χάσω την σειρά μου, τα πρωτεία μου, την εξουσία μου». Γιατί και εκεί, υπάρχει μια διαβάθμιση. Καταλάβατε τι εννοώ; Υπάρχει μια τάξη. Θα πει τώρα κανείς, που ξέρει από αυτά, «αυτή είναι η τάξη της Εκκλησίας»!

Εντάξει, η τάξη της Εκκλησίας είναι αυτή. Αλλά και η αγάπη μερικές φορές, έστω σαν εξαίρεση, μπορεί να πει κάτι άλλο. Η αγάπη. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή, αν εγώ είχα τον πατέρα Πορφύριο στην Εκκλησία μου και — πες ότι εγώ ήμουν αρχαιότερός του — έπρεπε να του πω: «Πάτερ, κάτσε στο πλάι επειδή εγώ είμαι αρχαιότερος»; Η αγάπη αυτό έλεγε: να του πω: «Πάτερ, ελάτε εσείς εδώ». Και να μου έλεγε: «Όχι, εσύ να κάτσεις». Και θα τσακωνόμασταν. Αυτό που είπε ο άγγελος. Τέτοιοι τσακωμοί είναι οι πιο όμορφοι μπροστά στον Θεό. Από αγάπη χριστιανική να τσακώνεσαι. Όχι, όμως, από εγωισμό! Αλλά από διάθεση θυσίας.

Πού είναι αυτά; Ε; Τα ζούμε αυτά; Εγώ δεν ξέρω να τα ζούμε. Όσοι τα ζούνε είναι μακάριοι. Τα ζεις. Εσύ μερικές φορές, τα έχεις ζήσει αυτά και τα προσπαθείς και τα παλεύεις. Και είσαι αξιέπαινος/-η. Και, αλήθεια σου λέω, μπροστά σου, υποκλίνομαι και συγκινούμαι από αυτήν την ταπείνωση που δείχνεις μερικές φορές.

Αλλά μιλάω έτσι σαν σύνολο, στην Εκκλησία. Δεν ξέρω εσύ, Βασίλη Χατζηνικολάου, είσαι και εσύ. Και σ' ευχαριστώ πάρα πολύ που και σήμερα μας βοηθάς με τη μουσική σου και έχεις και εσύ εμπειρίες και εκκλησιαστικές, αλλά και μουσικές, και μ' εταιρείες διάφορες. Δηλαδή κάπου ψάχνεις να δεις το Χριστιανισμό να βιώνεται, βρε παιδί μου· να βιώνεται! Και λες να βιώνεται, έτσι, όχι μόνο στα λόγια. Να βιώνεται σε τέτοια μικρά περιστατικά, στιγμιότυπα, που, και μικρά να είναι, δείχνουν κάτι πολύ μεγάλο που κρύβεις μέσα σου ή που δεν κρύβεις. Δηλαδή αποκαλύπτεσαι! Ξεσκεπάζεται η αλήθεια της ζωής σου κάποια στιγμή.

Άκου τώρα· ο άγιος Σεραπίων ο Ιινδόνιος, το όνομά του ήταν Σινδόνιος, γιατί φόραγε ένα σεντόνι μόνο. Και γιατί είχε μόνο ένα σεντόνι; Γιατί, όλα τ' άλλα τα παπλωματά του, και τα λεφτά του και τα περιουσιακά του, τα είχε δώσει. Δεν ήθελε τίποτα να έχει δικό του. Τίποτα δικό του. Δεν ήθελε να έχει δική του περιουσία. Ούτε δωμάτιο. Ούτε σπίτι. Τίποτα. Ένα σεντόνι να τυλίγεται. Γιατί; Γιατί ήθελε ν' αγαπά τόσο πολύ, που να μην κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Όλα για τους άλλους. Και έφτανε στο σημείο από την πολλή αγάπη να πηγαίνει, να πουλιέται μόνος του σαν δούλος σε ανθρώπους που είχανε ανάγκη για να τους βοηθήσει. Ας πούμε, έλεγε σ' έναν φίλο του: «Πήγαινε να με πουλήσεις σ' αυτό το σπίτι γιατί υπάρχει λόγος». Πήγαινε, τον πούλαγε ο φίλος του. Καθόταν αυτός δυο-τρία χρόνια. Είχε προβλήματα ας πούμε το σπίτι· τσακωμούς, διαζύγια, προβλήματα- και αυτός με την καλοσύνη του, τους άλλαζε το μυαλό, την καρδιά. Τους μαλάκωνε. Και έλεγαν οι άλλοι: «Μα πώς μας έκανες έτσι; Εσύ δεν είσαι δούλος. Εσένα, έπρεπε να σε κάνουμε δάσκαλό μας. Είσαι πνευματικός άνθρωπος. Έχεις αγάπη. Έχεις αγάπη Χριστού».

Και ξέρεις τι λέει στο βίο του; Δεν μίλαγε, λέει, αρχικά για το Χριστό· δεν έλεγε πολλά. Αλλά αυτή η αγάπη η έμπρακτη, τον άλλον τον προβληματίζει. Και σου λέει: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις εσύ». Φαντάσου! Στο έχει πει κανείς αυτό, αγαπητέ μου; Να σου πει κανείς: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις! Σαν το Χριστό κάνεις»!

Και όταν τους μόνοιασε, λέει: «Όχι, όχι· εγώ δεν είμαι, εγώ για τέτοια. Αφού τα βρήκατε, αφού αγαπηθήκατε, αφού ταιριάζατε, εγώ φεύγω· και τα λεφτά που μ' αγοράσατε, πάρτε τα, γιατί είναι δικά σας». Άκου, τους έδωσε πίσω και τα λεφτά που τον αγόρασαν! Μα λέει: «Όχι, Όχι! Πάρτε τα, πάρτε τα». Και φεύγει. Και ξαναβρίσκει το φίλο του και λέει: «Να σου πω· πήγαινε να με πουλήσεις σε αυτό το σπίτι». Γιατί; «Γιατί εκεί είναι ένας αιρετικός που θέλω να τον βοηθήσω να καταλάβει κάποια πράγματα και να επιστρέφει στην αληθινή πίστη». Και καθότανε δύο-τρία χρόνια στον αιρετικό. Τον έσωζε και αυτόν. Τον βοηθούσε και αυτόν. Μετά πήγαινε αλλού. Μια ζωή…

Καταλαβαίνεις Τι ζούσανε αυτοί οι άνθρωποι στην καρδιά τους Και άντεχαν. Γιατί, για να τα κάνεις όλα αυτά, πρέπει να έχεις μέσα σου μια χαρά, που να τ' αντέχεις! Αυτοί οι άνθρωποι δεν βασανίζονταν, δεν υπέφεραν που το έκαναν. Ένιωθαν μέσα τους μια άλλη πηγή δύναμης οπότε δεν ένιωθαν στέρηση τραγική· γιατί είχαν χαρά. Αυτήν τη χαρά να μας δώσει ο Κύριος της αληθινής βίωσης του Ευαγγελίου. Να ζήσουμε Κύριε, το πιο μεγάλο θαύμα και εμείς! Να καταλάβουμε μερικά πράγματα. Να καταλάβουμε ότι άλλα μας είπες άλλα κάνουμε. Να καταλάβουμε ότι έχουμε παραποιήσει τα λόγια Ιου. Ότι μπορεί στα δόγματα να φωνάζουμε και να λέμε, ούτε ένα γιώτα ούτε μια κεραία. Αλλά δεν είπες μόνο αυτά. Είπες και τόσα άλλα πρακτικά πράγματα που στην καθημερινή μας ζωή, δεν τα κάνουμε.

Να φοβηθούμε λίγο και να έχουμε ένα ερωτηματικό μέσα μας και να πούμε: «Άραγε, ο Κύριος εμένα τι θα μου πει, όταν με δει; Σε ξέρω, ή δεν σε ξέρω»; Γιατί είπε, ότι θα το πει και σε ιερείς αυτό. Ότι: «ούκ οϊδα υμάς». Και θα του πούμε: «Μα εμείς δεν κάναμε μπροστά σου τόσα πολλά»; «Δεν σας ξέρω παιδιά, δεν σας ξέρω. Γιατί δεν βλέπω να φοράτε, αυτό που φόραγα εγώ· το λέντιο». Αυτή την ποδιά που έβαλε ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών στο Μυστικό Δείπνο. Θα πει: «Εγώ δεν σας βλέπω να φοράτε τίποτα τέτοια. Εσείς είστε όλοι άψογοι, όλοι τέλειοι, όλοι σιδερωμένοι, περιποιημένοι, αξιοπρεπείς, καθαροί, σωστοί αλλά υποκριτές. Μέσα σε όλα αυτά, ψεύτικοι. Ενώ, Εγώ; Εγώ, δεν ήμουν τόσο αξιοπρεπής σαν και εσάς».

Αλλά, πώς θα δείξεις αγάπη αν είσαι «καθαρός»; Πώς θα πας να βοηθήσεις τον άλλον, αν δεν λερωθείς και εσύ μαζί του; Αν δεν γονατίσεις να του πλύνεις τα πόδια που είναι μέσα στις σκόνες και στη λάσπη; Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Πώς — αν δεν ιδρώσεις — να επισκεφτείςτον αδερφό σου, που είναι στο δωματιάκι του μόνος, να του πας το παστελάκι του, που ζήτησε ένα παστελάκι.

Αυτά θέλουν θυσία. Θέλουν κόπο. Θέλουν περιφρόνηση. Θέλουν αφάνεια. Θέλουν περιθώριο· και εσύ δεν τα θες αυτά. Θες τα κεντρικά μόνο της εκκλησιαστικής ζωής. Τη δόξα, τ' όνομα, τη φήμη, τη φίρμα. Και ο Χριστός τι σχέση έχει με όλα αυτά;

Πω! Πω! Πω! Σήμερα, σήμερα, καλά συγγνώμη, δηλαδή, εγώ πρέπει να μετανοώ δημοσίως; Δεν είναι σωστό τώρα και αυτό το πράγμα — νομίζω — που κάνω. Γιατί, όλα τώρα αυτά που λέω είναι στην πραγματικότητα μια δική μου περιγραφή. Σου λέω· έχω δει πολλούς αγίους ανθρώπους, Χριστιανούς και σήμερα· σύγχρονους γονείς, μητέρες, πατέρες, παιδιά, νέους ανθρώπους, κοπέλες, αγόρια, παππούδες, γιαγιάδες. Υπάρχουν! Υπάρχουν! Αλλά, κάπου λέω… αυτά που είπα. Συγγνώμη, που σου είπα όλα αυτά τα πράγματα. Να εύχεσαι να μ' αναγνωρίσει ο Χριστός όταν με δει και να μην μου πει: «Δεν σε ξέρω». Και τότε θ' αρχίσετε εσείς να λέτε: «Μα πώς δεν τον ξέρεις αφού αυτός μίλαγε για Σένα». Και θα σας πει ο Κύριος: «Μην μιλάτε τώρα εσείς. Δεν τον ξέρω. Έλεγε· αλλά δεν έκανε».

Δεν έχω τι να πω. Πρέπει να σταματήσω να λέω και πρέπει να μετανοήσω. Και αν θες, να μετανοήσεις και εσύ. Πρέπει να σκεφτείς γιατί να μετανοήσεις. Έτσι; Όχι μετάνοια χωρίς λόγο.

Συγκεκριμένα, να πεις «Αυτή την ευκαιρία που μου δόθηκε, δεν την υλοποίησα. Την κλότσησα. Αυτή την δυνατότητα που είχα, δεν την αξιοποίησα. Αυτό που με κάλεσε ο Χριστός να κάνω. Όχι αόριστες μετάνοιες. Δηλαδή, μετανοώ, έτσι, συναισθηματικά. Για ποιο λόγο μετανιώνεις; Γιατί, αν μετανιώσεις συγκεκριμένα, θα διορθωθείς μετά και συγκεκριμένα! Αλλιώς, θα είμαστε μόνο της θεωρίας και του συναισθήματος».