Выбрать главу

Μου έλεγε μια γυναίκα: «Πάω στο ΠΙΚΠΑ, στην Βούλα, στο Ιδρυμα, τις Κυριακές και βοηθάω τι; Να· νταντεύω τα παιδάκια λέει, που τα φέρνουν με τις ειδικές ανάγκες· να κατέβουν από το αυτοκίνητο· και ανοίγουμε τα καροτσάκια τους να τα βάλουμε πάνω, να τα πάμε στην Εκκλησία, να τα κοινωνήσουμε και μετά να τα ξαναβάλουμε στο αυτοκίνητο και να τα πάμε στο δωμάτιό τους».

Αυτό το άνοιξε-κλείσε το καρότσι· βάλτο μέσα, στοίβαξέ το, κατέβασε το παιδάκι. Και το «κατέβασε το παιδάκι», δεν είναι ένα τσουβάλι που το βγάζεις. Θέλει προσοχή· τα ποδαράκια του, πώς θα γυρίσεις, πώς θ' ακουμπήσει σιγά το κεφάλι του στην στέγη πάνω στο αυτοκίνητο. Ήρεμες κινήσεις, με αγάπη.

Αυτό είναι αγάπη. Αυτό είπε ο Κύριος όμως. Σας έδωσα, λέει, υπόδειγμα. Ό,τι κάνω, να το κάνετε. «Θέλεις να είσαι πρώτος;» είπε ο Κύριος, «Πρέπει να μάθεις να είσαι τελευταίος!».

Πού είναι αυτό; Ποιος είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος;… Εγώ δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει τελευταίος. Όποιος θέλει να είναι πρώτος, τελευταίος. Όποιος θέλει να έχει εξουσία, να γίνει διάκονος όλων, δούλος όλων!.. Ακου κουβέντες. Για να μην παρεξηγούμε, ότι λέμε αλληγορίες. Τι αλληγορία είναι ο «δούλος»; «Διάκονος», είναι αλληγορικό και αυτό; Τι θα πει αλληγορικό; Εύκολα τα θεολογικά, τα βαθιά. Αλλά εκεί, ποιος θα πάει; Εκεί ποιοι θα πάνε; Κάποιοι άλλοι; Δηλαδή, οι κάποιοι, είναι της υψηλής θεολογίας και οι κάποιοι της ταπεινής διακονίας; Ναι, αλλά ο Κύριος, τελικά, ποιους μακάρισε; Και μου είπε, ότι πήγαινε και στο ΠΙΚΠΑ, στη Βούλα και συγκινήθηκα. Μου έλεγε: «Πάω τις Κυριακές και βοηθάω· και μου αρέσει φυσικά η Εκκλησία, αλλά δεν μπορώ να πάω την ώρα που εγώ θέλω. Θα πάω και λίγο πιο αργά. Δεν θα μπορέσω και να προσέξω εκείνα που εγώ θέλω, γιατί προηγούνται τα παιδιά, να τα βάλω».

Κι όμως, γεμίζει η καρδιά της από την αγάπη και τη χάρη και το έλεος του Θεού κι ας μην προλαβαίνει όλα αυτά που προλαβαίνω εγώ «όρθρου βαθέος», αλλά ζω νυχτωμένος στο βαθύ όρθρο της αμαρτίας, και της ασυνέπειας της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Έτσι νομίζω.

Πάει ο άγιος Μακάριος στο κελί του πατρός· (δηλ.) του μοναχού, που ήταν ένα γεροντάκι μόνο του, ήταν μακριά στην έρημο· και πάει να τον επισκεφτεί. Και του λέει: «Τι κάνεις παπούλη; Καλά»; «Καλά. Σ' ευχαριστώ, που ήρθες, πάτερ Μακάριε».

Άγιος Μακάριος. Μέγας άγιος. Με οπτασίες και εμπειρίες και βιώματα. «Τι κάνεις πάτερ;», τον ρωτάει ο άγιος Μακάριος. «Είμαι πολύ καλά, δόξα τω Θεώ!». «Θα ήθελες τίποτα; Θα ήθελες να σου κάνω κάτι εγώ; να κάνω κάτι για εσένα; πες μου! Ζήτησέ μου κάτι». «Τι να σου ζητήσω»; Ε, ντρεπότανε. «Πες, πες μου, τι θέλεις»; «Ε, τίποτα, έχω εδώ χρόνια στην έρημο. Ε, όλο παξιμάδια τρώω». «Πες μου κάτι, τι θέλεις; Πες μου, πάτερ»! «Ε, θα μου άρεσε να είχα ένα παστελάκι! Ένα παστέλι, θα μου άρεσε», του λέει, «το έχω πεθυμήσει. Αλλά έτσι το είπα, επειδή με ρώτησες. Δεν θέλω, όμως τίποτα. Έτσι το είπα. Κάποια άλλη φορά». Του λέει ο άγιος Μακάριος «Περίμενε λίγο· περίμενε λίγο και έρχομαι»! Και φεύγει από το κελί του ο άγιος Μακάριος και πάει — πόσες ώρες δρόμο — να βρει το πρώτο χωριό· το πρώτο χωριό μακριά και να πάρει ένα παστέλι. Και γύρισε στο γεροντάκι αυτό και του λέει, «Πάτερ μου, σου έφερα το παστελάκι που ζήτησες. Πάρ' το παστελάκι να το φας». Του λέει: «Μα τι έκανες, πάτερ! Εγώ έτσι το είπα». «Ε, τι έτσι το είπες;! Έτσι το είπες, αλλά εγώ δεν μπορώ να τ' αφήσω έτσι! Αφού το ζήτησες, γιατί να μην σου κάνω το χατίρι»;

Κατάλαβες; Όχι θεωρίες! Έργα! Συγκεκριμένα πράγματα. Μαθηματικά. Ένα και ένα κάνει δύο. Πού υπάρχει εδώ περιθώριο για θεωρίες; Και για αλληγορίες Και για συμβολισμούς… Δεν είναι συμβολικό τίποτα από όλα αυτά! Συγκεκριμένα βήματα έκανε ο άγιος Μακάριος. Πήγε και γύρισε. Και του έδωσε το παστελάκι.

Είναι μετά αυτό το γεροντάκι να μην συγκινηθεί; Είναι μετά να μην νιώσει την αγάπη του αγίου Μακαρίου; Είναι η καρδιά του να μην δοθεί; Και μετά λένε: «Πραγματικά, είδα Χριστιανό! Να, αυτός είναι Χριστιανός! Αυτός είναι Χριστιανός»! Εγώ τι θα του έλεγα; «Α, παστελάκι σας αρέσει; Ε καλά, καμιά φορά θα έρθω και αν βρω πουθενά και θα δούμε». Και θα δούμε κι αν θα ξαναπάω. Γιατί, αν είναι να πηγαίνω και να ψάχνω παστέλια, τρεις ώρες μακριά και που δεν με βλέπει και κανείς και δεν θ' ακουστώ και δεν θα επαινεθώ; Αυτή δεν είναι η αλήθεια;

Άλλος, λέει, έκανε ψωμιά μια μέρα και μύρισε ο τόπος από ζεστά ψωμιά και είπε να ειδοποιήσει κάποιον να έρθει να πάρει. Και λέει μετά μέσα του: «Καλά, γιατί να τον ειδοποιήσω μέσω άλλου; Ας πάω εγώ να του δώσω το ψωμάκι! Γιατί να έχω άλλους; Να θυσιαστώ και εγώ να πάω να τον δω, να κάνω τον κόπο». Και όπως πήγαινε να του δώσει το ψωμί, λέει, στο δρόμο, στο δρόμο σκόνταψε σε μια πέτρα και άρχισε να τρέχει αίμα από το πόδι του! Εκεί που σκόνταψε, έτρεχε λίγο αίμα, και το σκούπισε. Και εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ξέρεις κάτι; Τα βήματα που κάνεις γι' αυτήν την αγάπη τώρα — γιατί κάνεις αγάπη χριστιανική — τα γράφει ο Θεός. Να ξέρεις», λέει, «αυτός ο κόπος δεν πάει χαμένος. Το σημειώνει ο Θεός»! Α, χαρά αυτός μεγάλη! Ξέχασε και την πληγή, ξέχασε και το πόδι και λέει: «Άμα είναι έτσι, Δόξα τω Θεώ! Εγώ το έκανα αυτό έτσι απλά. Και τώρα ο Θεός το υπολογίζει αυτό, ένα μικρό δρομολόγιο»! Και πήγε. Και την άλλη μέρα, είπε να ξαναπάει αλλού. «Αν είναι έτσι», λέει, «να πάω, να δείχνω αγάπη, να βοηθάω, να μην είμαι λόγια· να κάνω πράξεις».

Και όπως πήγαινε κάπου αλλού να δώσει ψωμιά, ερχόταν από την άλλη κατεύθυνση, αυτός που πήγαινε. Δηλαδή, δεν πρόλαβε να πάει να τον δει, γιατί ερχότανε και αυτός στον οποίο πήγαινε. Συναντηθήκανε στη μέση του δρόμου. Και λέει αυτός «Γιατί ήρθες, πάτερ; Θα ερχόμουνα εγώ στο κελί σου να σου φέρω το ψωμί! Γιατί ήρθες εδώ; Έπρεπε να με αφήσεις να κάνω όλο τον κόπο για σένα»! Και του απαντάει ο άλλος: «Γιατί, βρε πάτερ», του λέει, «Συγγνώμη· η πόρτα του Παραδείσου μόνο εσένα χωράει; Δεν μπορούμε να μπούμε και οι δύο; Έκανες εσύ το μισό κόπο. Να κάνω και εγώ το μισό. Να κάνουμε και οι δύο κόπο. Να πάρουμε μισθό από το Θεό». Του λέει ο άλλος: «Όχι — έπρεπε να κάτσεις να ξεκουραστείς. Εγώ έπρεπε να έρθω να σε βρω»! Του απαντά ο άλλος «Μα τι λες τώρα; Έπρεπε…». Και αρχίσανε και λέγανε τέτοια. Και εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και τι τους είπε; «Αυτή η φαγωμάρα και ο τσακωμός σας είναι σαν οσμή ευωδίας απέναντι στο Θεό. Σαν λιβάνι ανεβαίνει στο Θεό. Είναι οι μόνοι καυγάδες που αρέσουν στο Θεό».

Τέτοιου είδους καυγάς καυγάς από αγάπη! Να τσακώνεσαι επειδή αγαπάς. Φαντάσου· του έλεγε ο άλλος: «Μα όχι, έπρεπε να κάτσεις, να μην κουραστείς». «Μα τι λες τώρα;», και τέτοια.

Έχεις τσακωθεί ποτέ από αγάπη; Έχεις τσακωθεί ποτέ με τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να δει αυτή ένα έργο και εσύ θέλεις να δεις ένα άλλο στην τηλεόραση και να πεις «Μα τι λες τώρα, αγάπη μου! Το δικό σου να δούμε. Συγγνώμη που κοίταζα τόση ώρα τα δικά μου. Είχα ξεχαστεί ότι άρχισε το έργο που σου αρέσει. Να δούμε τη δική σου εκπομπή»! Το έχεις κάνει αυτό; Παρά ο καθένας κοιτάει το δικό του. Λέει: «Τι ώρα είναι; Άλλαξε το έργο τώρα, έχει αρχίσει αυτό που θέλω να δω». Αυτό που θες εσύ να δεις. Γιατί, αυτό που θέλω εγώ να δω; Μα τι, αυτό που θες εσύ να δεις; Εγώ θέλω να δω. Μα εγώ θέλω! Και λέει: η λύση είναι να πάρουμε άλλη μία τηλεόραση. Να πάρεις εσύ τη δική σου. Να πάρω και εγώ τη δική μου και να βλέπουμε ο καθένας ό, τι θέλει ο καθένας. Δηλαδή, να γίνεται το δικό μας στο σπίτι. Το δικό μου και το δικό σου. Και ποτέ να μη γίνει θυσία ο ένας για τον άλλον.

Σκέψου να τσακωθούν τα ζευγάρια και να λένε, «Πού θα πάμε διακοπές»; Και να λέει ο ένας: «Όπου θες εσύ, αγάπη μου · στο δικό σου το χωριό. Γιατί όλο στο δικό μου πηγαίνουμε· να δούμε και τους δικούς σου». Και να λέει η γυναίκα: «Μα τι λες τώρα; Να αφήσουμε τη μητέρα σου χωρίς να την δούμε; Πάμε, πάμε στο δικό σου το χωριό»! Και να τσακώνονται. Τι είπε; «Σαν λιβάνι ανεβαίνει ο τσακωμός σας στο Θεό. Σαν θυσία. Σαν οσμή ευωδίας πνευματικής». Πού είναι τέτοιοι τσακωμοί; Πού είναι αυτοί οι τσακωμοί; Φοβερό μου φαίνεται.