Έτσι από την εμπειρία της θεώσεως γνωρίζομε ότι η μία απλή ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Εκείνο δε, που γίνεται κατά την Θεία Ευχαριστία, είναι απόρροια της Ενσαρκώσεως. Μετά την Ανάστασι του Κυρίου γνωρίζομε τον Χριστό μόνον κατά δόξαν, δηλαδή εν δόξη. Δεν γνωρίζομε τώρα τον Χριστόν κατά σάρκα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Χριστός είναι άσαρκος. Ο Χριστός είναι ένσαρκος και έχει πλήρη ανθρώπινη φύσι, η οποία τώρα, δηλαδή μετά την Ανάληψί Του, είναι δεδοξασμένη.
Όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, δεν παίρνομε μόνο ένα κομμάτι του Χριστού μέσα μας, αλλά ο καθένας που κοινωνεί παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα Του. Όμως εξ αιτίας αυτού δεν υπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ένας είναι ο Χριστός και αυτός ο Χριστός, που είναι ένας, βρίσκεται ολόκληρος μέσα σε κάθε πιστό που κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Επάνω δηλαδή στο άγιο Αρτοφόριο, εκεί που κομματιάζεται ο Αμνός από τον ιερέα, δεν κομματιάζεται ο Χριστός, αλλά πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εις τους πολλούς. Υπάρχει δηλαδή ολόκληρος ο Χριστός σε κάθε ένα τεμάχιο του Θείου Άρτου (μαργαρίτη). Αυτό είναι το Μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο.
Το ίδιο τώρα συμβαίνει και στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός εδώ εμφανίζεται άσαρκος. Εμφανίζεται ο Λόγος, ο Άγγελος. Ταυτόχρονα όμως και τότε ήταν παρών ο Άγγελος, δηλαδή ο Θεός και στον Προφήτη, αλλά και στην υπόλοιπη κτίσι.
43. Περί της Ενσαρκώσεως
Ο Θεός δεν είναι περιωρισμένος κατ’ ουδένα τρόπον. Γι’ αυτό τονίζουν οι Πατέρες ότι ο Θεός Πατήρ είναι πανταχού παρών κατ’ ενέργειαν. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού είναι επίσης πανταχού παρών και ο Χριστός ως Λόγος κατ’ ενέργειαν, είναι όμως απών ο Χριστός ως Λόγος, κατ’ ουσίαν. Η ανθρώπινη φύσις του Χριστού όμως είναι πανταχού παρούσα κατ’ ουσίαν.
Ο Θεός, δηλαδή η Αγία Τριάς είναι απών κατ’ ουσίαν στον κόσμο. Διότι ο Θεός δεν έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον κόσμο, επειδή οι σχέσεις του Θεού με τον κόσμον είναι μόνο κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον κόσμον έχει μόνον η ανθρώπινη φύσις του Χριστού, που είναι πανταχού παρούσα. Όχι η Θεία φύσις του Χριστού.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις λοιπόν συνιστούν την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της ουσίας και ενεργείας του Θεού, που είναι πάρα πολύ απλή. Το θεμέλιο αυτής της διδασκαλίας είναι αυτή αύτη η εμπειρία της θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δεν υπεισέρχεται εδώ. Οι διακρίσεις αυτές, που κάνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, διότι γνωρίζουν εξ ιδίας εμπειρίας ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο θεούμενος είναι ενωμένος με τον Θεόν κατ’ ενέργειαν.
Η υποστατική ένωσις όμως του Χριστού με τον Θεόν Λόγον δεν είναι αυτής της φύσεως. Δεν είναι ενωμένος ο Χριστός με τον Λόγον κατ’ ενέργειαν ή απλώς κατά την βούλησιν του Θεού. Αλλά είναι ενωμένος ο Χριστός (η ανθρωπίνη Του φύσις) με τον Λόγο κατά φύσιν.
44. Περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος
Θέωσις του ανθρώπου είναι η μετοχή του, στην ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού οφείλεται στην ένωσί Της με την ουσία του Θεού (ατρέπτως και αναλλοιώτως). Ο άνθρωπος, ο Άγιος, βλέπει την ενέργεια του Θεού. Ο Χριστός όμως βλέπει, γνωρίζει την ουσία του Θεού. Διότι έχομε υποστατική ένωσι του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι του Χριστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Έτσι ο άνθρωπος μετέχοντας στην ενέργεια του Θεού γνωρίζει μόνον ό,τι και όσα ο Θεός του αποκαλύπτει. Εάν ο άνθρωπος μετείχε κατά την εμπειρία της θεώσεως στην ουσία του Θεού, θα είχε όλη την γνώσι που έχει η Αγία Τριάς. Και, εφ’ όσον γνωρίζη ο άνθρωπος ότι δεν έχει όλη την γνώσι της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτόν τον λόγον θεωρείται βλασφημία να πη ο άνθρωπος ότι μετέχει στην ουσία του Θεού. Στην ουσία του Θεού είναι τελείως αμέτοχος ο άνθρωπος.
Κάτοχοι της Θείας ουσίας είναι μόνον ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον. Την ουσία του Θεού γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός. Ο Πατήρ γνωρίζει την ουσίαν Του, ο Υιός γνωρίζει την ουσίαν Του, το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει την ουσίαν Του. Οπότε η γνώσις της ουσίας του Θεού είναι κτήμα μόνον των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν είναι κτήμα των ανθρώπων η γνώσις αυτή. Διότι ο άνθρωπος γνωρίζει περί Θεού μόνον όσα γνωρίζει εξ αποκαλύψεως κατά την εμπειρίαν της θεώσεως.