Σε όλα τα μεταβλητά υπάρχει κατά τον Αριστοτέλη αυτή η εντελέχεια, οπότε τελειοποιείται το μεταβλητό μεταβαίνοντας από το δυνάμει στο ενεργεία. Και αυτό ο Αριστοτέλης το παρετήρησε σε όλα τα μεταβλητά. Ξεχώρισε τα αμετάβλητα από τα μεταβλητά, ξεχώρισε δηλαδή τα μετά τα φυσικά, στα οποία δεν υπάρχει αυτή η αλλαγή από το δυνάμει στο ενεργεία, τα οποία γι’ αυτό είναι και αμετάβλητα. Είναι δε αμετάβλητα, διότι είναι τέλεια κατά την φύσι τους. Και γιατί είναι τέλεια κατά την φύσι τους; Διότι δεν είναι φυσικά, δεν αλλάζουν.
Για τον Αριστοτέλη μεταξύ των μετα-φυσικών είναι και τα άστρα, τα οποία είναι ορατά και τα οποία τότε για εκείνους ήταν και αμετάβλητα, επειδή πίστευαν ότι αμεταβλήτως κινούνται. Αυτή η Αριστοτελική φιλοσοφία δημιούργησε ωρισμένα σοβαρά προβλήματα στους Χριστιανούς, διότι έλεγαν οι φιλόσοφοι ότι ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι Θεός, επειδή είναι μεταβλητός. Εφ’ όσον δηλαδή έλεγαν οι Χριστιανοί ότι κάποτε δεν υπήρχε ο κόσμος, αυτό για τους φιλοσόφους σήμαινε ότι τότε ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός του κόσμου, έγινε δε μετά την Δημιουργία ενεργεία δημιουργός του κόσμου. Δηλαδή ο Θεός των Χριστιανών ήταν ατελής, διότι για να γίνη τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειάζεται τον κόσμο για να τελειοποιηθή.
Ο Θεός τους δηλαδή, έλεγαν οι Αριστοτελικοί, δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς τον κόσμο. Και όταν έλεγαν οι Χριστιανοί ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, εκείνοι το ερμήνευαν κατά το πνεύμα του Πλάτωνος, ότι δηλαδή ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο. Όμως ο έρωτας για τους Πλατωνικούς είναι μία αδυναμία. Διότι κατ’ αυτούς κάποιος έχει έρωτα για κάτι, επειδή το έχει ανάγκη. Λένε δηλαδή ότι εάν δεν έχης ανάγκη από κάτι, δεν έχεις έρωτα γι’ αυτό. Λοιπόν ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο, γι’ αυτό και ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε η ανάγκη εκ μέρους ωρισμένων Χριστιανών να απαντούν στα επιχειρήματα αυτά των Αριστοτελικών και κατέφυγαν στην διάκρισι που έκαναν οι Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας. Έλεγαν δηλαδή στους Αριστοτελικούς ότι ο Θεός δεν είναι κατά την ουσία Του ούτε δυνάμει ούτε ενεργεία Δημιουργός. Ο Θεός κατά την ουσία Του είναι αμετάβλητος. Όμως, επειδή ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος, δεν ταυτίζεται η βούλησις του Θεού με τη ουσία του Θεού, διότι, αν ταυτιζόταν η βούλησις του Θεού με την ουσία του Θεού, τότε ο Θεός δεν θα ήταν ελεύθερος. Επειδή όμως ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ταυτίζονται η ουσία και η ενέργεια στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός πράττει τα πάντα κατά βούλησιν, ποτέ όμως κατ’ ουσίαν. Διότι, εάν τα έπραττε κατ’ ουσίαν, τότε ο Θεός θα ήταν υποδουλωμένος σε κάποια ανάγκη. Οπότε, εάν ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός κατ’ ουσίαν και μετά γινόταν ενεργεία δημιουργός κατ’ ουσίαν, θα είχαν βέβαια δίκιο οι Αριστοτελικοί να λένε ότι ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο.
Έτσι αντιπαρέθεσαν οι Χριστιανοί με μεγάλη επιτυχία αυτήν την επιχειρηματολογία στον αντίλογό τους προς τους Αριστοτελικούς. Βάσει λοιπόν αυτής της επιχειρηματολογίας απαντούσαν ότι, εφ’ όσον ο Θεός δεν ποιή τίποτε κατ’ ουσίαν, αλλά όλα κατά βούλησιν, άρα ο Θεός είναι ελεύθερος. Οπότε ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό. Ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν αυτός που είναι και κάνει αυτό που κάνει όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν, δηλαδή κατ’ απόλυτον ελευθερίαν, χωρίς να εξαναγκάζεται από τίποτε.
Πήραν λοιπόν ωρισμένοι Χριστιανοί από τους Πατέρες την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό και την εφιλοσοφοποίησαν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Και λέμε εφιλοσοφοποίησαν, διότι όλα αυτά που είπαμε έχουν να κάνουν με την φιλοσοφική διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι όμως αξιοσημείωτο το φαινόμενο, ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργεία έχει γίνει το θεμέλιο και η πηγή των αιρέσεων.
Η Πατερική όμως διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας δεν έχει καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά προέρχεται από την εμπειρία τη θεώσεως. Φαίνεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν εντυπωσιασθή τόσο πολύ από τα επιχειρήματα εναντίον των Αριστοτελικών, τα οποία προέβαλε η παράταξις των αιρετικών (Παύλος Σαμοσατεύς κλπ.), διότι η ιδική τους αντιμετώπισις στο δόγμα περί της δημιουργίας του κόσμου δεν ήταν φιλοσοφική. Και τούτο, διότι ήξεραν την διάκρισι μεταξύ κτιστού και ακτίστου από την εμπειρία της θεώσεως και ήξεραν ότι η Αγία Γραφή δεν κάνει φιλοσοφία, όταν ομιλή περί της δημιουργίας του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε αιτία να γίνουν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες.