Выбрать главу

Το μόνο κτίσμα όμως, που έχει μέθεξι σ’ αυτήν την θέωσι, είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού. Οπότε ο Χριστός ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος έχει ως θέωσι την ουσία του Θεού. Δηλαδή η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν μετέχει απλώς μόνο στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, αλλά μετέχει και στην ουσία του Θεού. Γι’ αυτό η εν Χριστώ ένωσις των δύο φύσεων, Θείας και ανθρωπίνης είναι και κατ’ ουσίαν και καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν ένωσις. Αυτήν την ορολογία την βρίσκει κανείς στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Οπότε ο Χριστός γνωρίζει την ουσία της Αγίας Τριάδος και ο Χριστός είναι η πηγή της δόξης του Θεού, δηλαδή η πηγή των ακτίστων ενεργειών του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον υπάρχη υποστατική ένωσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Διότι κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι και φυσική πηγή των ακτίστων ενεργειών, επειδή και τα τρία Πρόσωπα έχουν την άκτιστη ουσία του Πατρός.

Βέβαια ο Λόγος και το Πνεύμα έχουν την ουσία εκ του Πατρός. Μαζί δε με την ουσία έχουν και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας και την ουσιώδη δύναμη της ουσίας από τον Πατέρα. Και δεν μετέχουν κατά χάριν στην ουσία του Πατρός, αλλά κατέχουν την ουσία του Πατρός. Διότι ο Πατήρ τους έδωσε ό,τι έχει ο ίδιος. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ έδωσε και στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο.

Οπότε ο Πατήρ είναι υπόστασις και έχει τον τρόπο της υπάρξεώς Του, που είναι το αγέννητον. Αλλά έχει και την ουσία Του, καθώς και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας. Στον Λόγο, ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ως υποστάσεως, αλλά δεν είναι η αιτία της υπάρξεως της ουσίας του Λόγου ή της ενεργείας του Λόγου. Διότι ο Πατήρ έδωσε στον Λόγο την ιδική Του ουσία και την ουσιώδη ενέργεια. Οπότε ο Λόγος κατά φύσιν έχει την ουσία και την ενέργεια του Πατρός. Δηλαδή υπάρχει ταυτότης ουσίας και ενεργείας στον Πατέρα και στον Λόγο. Αλλά ο Λόγος έχει και την ύπαρξί Του από τον Πατέρα. Την ύπαρξι δηλαδή της υποστάσεώς Του. Όμως κατά διαφορετικό τρόπον από εκείνον που έχει την ουσία και την ενέργεια. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται. Γι’ αυτόν τον λόγο από τους Πατέρες διακρίνεται ο τρόπος υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου, καθώς και του Αγίου Πνεύματος από την κοινωνία της ουσίας και ενεργείας. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται, ενώ η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος εκπορεύεται εκ του Πατρός.

Οπότε στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχει κοινωνία ουσίας και ενεργείας, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία υποστάσεως. Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι υπάρχει κοινωνία της ουσίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία Προσώπων. Τα Πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις, είναι ακοινώνητα. Αυτό χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής, διότι υπάρχουν συγγράμματα που κυκλοφορούν και τα οποία ομιλούν για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος ή για κοινωνία των υποστάσεων. Και γίνεται κάποια προσπάθεια να οικοδομηθή βάσει αυτής της ορολογίας μία Κοινωνιολογία της Χριστιανικής πίστεως. Η Αγία Τριάδα φυσικά δεν έχει καμμία σχέσι με την ανθρώπινη Κοινωνιολογία. Εάν δημιουργήσωμε μία Κοινωνιολογία που να έχη σχέσι με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, θα πρέπη τότε να πούμε ότι οι Πατέρες διδάσκουν αντι-Κοινωνιολογία, δηλαδή αντικοινωνικότητα των Προσώπων, εφ’ όσον λένε σαφώς ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα.

Αυτές τις διακρίσεις ο Άρειος δεν τις δέχθηκε, διότι, για τον Άρειο υπάρχει κοινωνία στην ενέργεια, μερική όμως. Διότι αυτή η κοινωνία δεν είναι απλώς μία κοινωνία, αλλά είναι μία μέθεξις. Δηλαδή μετέχει ο Υιός στην Θεότητα του Πατρός, όσο ο Πατήρ μπορεί να μετέχη στον Υιό. Όπως δηλαδή ένας άνθρωπος, που, όταν θεούται, μπορεί να μετέχη της Θεότητος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν γίνεται ο άνθρωπος πηγή της ουσίας του Θεού. Μπορεί ο άνθρωπος, ο θεούμενος να γίνη πηγή της Θείας Χάριτος, όπως και γίνεται, όχι όμως πηγή κατ’ ουσίαν. Γίνεται πηγή μόνο κατά χάριν, κατ’ ενέργειαν, κατ’ ευδοκίαν. Αλλά ποτέ κατ’ ουσίαν. Οπότε δεν είναι το ίδιο πράγμα οι Άγιοι, που φθάνουν στην θέωσι, με τον Χριστό. Διότι η θέωσις των Αγίων είναι η ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως του Χριστού είναι η ουσία του Θεού. Αυτό το πράγμα όμως οι αιρετικοί δεν το κατάλαβαν.

Μέσα από την Αρειανική έριδα βγήκαν ωρισμένα καλούπια του χαρακτήρος της ορολογίας που εχρησιμοποίησαν οι τότε Πατέρες, τα οποία και χρησιμοποιούνται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδο. Πριν από αυτήν υπάρχει μία ασάφεια στην ορολογία των Πατέρων επάνω στα θέματα αυτά. Μετά όμως την Α' Οικουμενική Σύνοδο υπάρχει κάποια διασάφησις, όχι όμως πλήρης. Η τελική διασάφησις στην ορολογία έγινε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο, όταν εισήχθη πλέον η διάκρισις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως. Πριν από αυτήν οι μόνοι που υπεστήριζαν σαφώς την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της υποστάσεως ήταν οι Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης κλπ.), ενώ στους υπολοίπους Πατέρες υπήρχε ασάφεια επάνω στο θέμα αυτό.