— Ο Μπιλ ο Φτεριάς θα έχει παραφυλάξει πού αφήσαμε το Δρόμο, σίγουρα, είπε, αν και δε νομίζω πως θα μας ακολουθήσει αυτός ο ίδιος. Ξέρει την περιοχή εδώ γύρω αρκετά καλά, μα ξέρει πως δεν μπορεί να μου παραβγεί σε δάσος μέσα. Εκείνο που φοβάμαι είναι το τι θα πει σ’ άλλους. Δε νομίζω πως είναι μακριά. Αν νομίσουν πως πάμε για το Άρτσετ, τόσο το καλύτερο.
Είτε εξαιτίας της δεξιοσύνης του Γοργοπόδαρου ή από κάποιαν άλλη αιτία, δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα από κανένα ζωντανό πλάσμα όλη εκείνη τη μέρα: ούτε δίποδα, εκτός από πουλιά· ούτε τετράποδα, εκτός από μια αλεπού και μερικά σκιουράκια. Την άλλη μέρα άρχισαν να πηγαίνουν σταθερά προς την Ανατολή· κι ακόμα όλα ήταν ήσυχα κι ειρηνικά. Την τρίτη μέρα αφότου είχαν ξεκινήσει απ’ το Μπρι, βγήκαν απ’ το δάσος Τσέτγουντ. Η γη κατηφόριζε σταθερά από τότε που είχαν αφήσει το Δρόμο και τώρα μπήκαν σ’ ένα μεγάλο ίσιο πλάτωμα, πολύ πιο δύσκολο να το περάσουν. Βρίσκονταν μακριά, πέρα από τα σύνορα του Μπρι, σε απάτητες ερημιές και πλησίαζαν τους Κουνουπόβαλτούς.
Η γη τώρα έγινε υγρή και σε μερικά μέρη σωστός βάλτος και πέρα δώθε συναντούσαν νερόλακκους και μεγάλες εκτάσεις με καλαμιές και βούρλα γεμάτα απ’ τα τιτιβίσματα μικρών κρυμμένων πουλιών. Έπρεπε να διαλέγουν το δρόμο τους προσεκτικά για να μη βρέχουν ούτε τα πόδια τους ούτε να χάνουν το σωστό δρόμο. Στην αρχή πήγαιναν αρκετά καλά, μα όσο προχωρούσαν το πέρασμα τους γινόταν πιο αργό και πιο επικίνδυνο. Οι βάλτοι σε μπέρδευαν κι ήταν επικίνδυνοι και δεν είχε σταθερό μονοπάτι για να το βρίσκουν, ούτε κι οι Περιφερόμενοι Φύλακες, ανάμεσα στην κινούμενη λάσπη. Οι μύγες άρχισαν να τους βασανίζουν κι ο αέρας ήταν γεμάτος από μικροσκοπικά κουνουπάκια σύννεφο, που χώνονταν στα μανίκια τους, στα παντελόνια τους, στα μαλλιά τους.
— Με τρώνε ζωντανό! φώναξε ο Πίπιν. Τι Κουνουπουνέρι μου λες εμένα! Εδώ έχει πιο πολλά κουνούπια παρά νερό!
— Με τι ζούνε σα δεν μπορούν να βρουν χόμπιτ; ρώτησε ο Σαμ, ξύνοντας το σβέρκο του.
Πέρασαν μια άθλια μέρα σ’ εκείνη την έρημη κι απαίσια περιοχή. Το μέρος που κατασκήνωσαν ήταν υγρό, κρύο κι άβολο. Τα κουνούπια δεν τους άφησαν να κλείσουν μάτι απ’ τα τσιμπήματα. Είχε μάλιστα και κάτι σιχαμερά έντομα που φώλιαζαν στις καλαμιές και στα χορτάρια. Απ’ το σκούξιμό τους έμοιαζαν με διαβολικά ξαδέλφια των γρύλων. Ήταν χιλιάδες και τσίριζαν παντού: νικ-μπρικ, νικ-μπρικ, ασταμάτητα όλη τη νύχτα, μέχρι που, των χόμπιτ, γύρεψε να τους στρίψει.
Η άλλη μέρα, η τέταρτη, δεν ήταν καλύτερη κι η νύχτα το ίδιο χωρίς ανάπαυση. Αν και τα νίκι-μπρίκι (όπως τα ’λεγε ο Σαμ) είχαν μείνει πίσω, τα κουνούπια τούς κυνηγούσαν ακόμα.
Εκεί που ο Φρόντο βρισκόταν ξαπλωμένος, κουρασμένος, μ’ ανίκανος να κλείσει τα μάτια του, του φάνηκε πως μακριά φαινόταν ένα φως στον ουρανό απ’ τη μεριά της Ανατολής: άστραφτε κι έσβηνε πολλές φορές. Λεν ήταν το χάραμα, αυτό ήθελε αρκετές ώρες ακόμα.
— Τι είναι αυτό το φως; είπε στο Γοργοπόδαρο, που είχε σηκωθεί και κοίταζε πέρα μες στη νύχτα.
— Δεν ξέρω, απάντησε ο Γοργοπόδαρος, παραείναι μακριά για να διακρίνω. Μοιάζει μ’ αστραπές που ξεπηδάνε απ’ τις λοφοκορφές.
Ο Φρόντο ξάπλωσε κάτω πάλι, μα για πολλή ώρα ακόμα μπορούσε να βλέπει τις άσπρες αστραπές και μπροστά τη σκοτεινή σιλουέτα του Γοργοπόδαρου να στέκεται σιωπηλή κι άγρυπνη, Τέλος έπεσε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.
Δεν είχαν προχωρήσει πολύ την πέμπτη μέρα, όταν άφησαν και τους τελευταίους νερόλακκους και τις καλαμιές των βάλτων πίσω τους. Η γη μπροστά τους άρχισε ν’ ανηφορίζει πάλι σταθερά. Πέρα μακριά στην Ανατολή μπορούσαν τώρα να δουν μια σειρά λόφους. Ο πιο ψηλός ήταν στα δεξιά της σειράς και λίγο ξεχωριστά από τους άλλους. Η κορφή του ήταν κωνική κι ελαφρά επίπεδη στο πάνω μέρος.
— Να η Κορυφή των Καιρών, είπε ο Γοργοπόδαρος. Ο Παλιός Δρόμος, που τον αφήσαμε μακριά δεξιά μας, βρίσκεται στη νότια πλευρά του και δεν περνάει μακριά απ’ τα πόδια του. Μπορεί και να τον φτάσουμε ως αύριο το μεσημέρι, αν πάμε κατευθείαν εκεί. Και φαντάζομαι πως καλά θα κάνουμε να πάμε.
— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Φρόντο.
— Θέλω να πιο πως σα φτάσουμε εκεί, δεν ξέρουμε τι θα βρούμε. Είναι κοντά στο Δρόμο.
— Μα δεν ελπίζουμε να βρούμε τον Γκάνταλφ εκεί;
— Ναι, μα είναι πολύ αμυδρή η ελπίδα. Αν τύχει και ’ρθει απ’ αυτή τη μεριά, μπορεί και να μην περάσει απ’ το Μπρι κι έτσι να μη μάθει τι κάνουμε. Και, όπως και να ’χει το πράγμα, εκτός και κατά τύχη φτάσουμε σχεδόν μαζί, δε θα συναντηθούμε· δεν είναι ασφαλισμένο ούτε γι’ αυτόν, ούτε για μας να περιμένουμε εκεί για πολύ. Αν οι Καβαλάρηδες δεν καταφέρουν να μας βρουν στην ερημιά, είναι πολύ πιθανό να έρθουν στην Κορυφή των Καιρών. Δεσπόζει σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Και είναι σίγουρο πως υπάρχουν πολλά πουλιά και ζώα εκεί, που θα μπορούσαν να μας δουν, εδώ που στεκόμαστε τώρα, από εκείνη τη λοφοκορφή. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σ’ όλα τα πουλιά κι υπάρχουν κι άλλοι χειρότεροι κατάσκοποι απ’ αυτά.