Выбрать главу
Μαγεύτηκε! Τα κουρασμένα πόδια του γίναν αγέρι —Πόδια που η μοίρα καταράστηκε να τρέχουν ασταμάτητα Γοργός και δυνατός ορμά μπροστά και χαίρει, Μα πιάνει μοναχά φεγγαραχτίδες κυνηγώντας. Μέσα στα ξωτικά τα μονοπάτια τα απάτητα Του ξέφυγε η ξωθιά γιατί τα ξέρει. Και μόνος έμεινε να τη φωνάζει αναπάντητα Στο δάσος το αμίλητο την κόρη αναζητώντας.
Μα πότε πότε άκουγε να τρέχουν φτερωτά Πόδια ανάλαφρα σαν φύλλα φλαμουριάς, Η μουσική που έβγαινε μέσ’ απ’ τη γη κρυφά Κι απλώνονταν τρεμουλιαστά μες στις σπηλιές. Τώρα τα λούλουδα τα εμάραν’ ο βοριάς Κι αναστενάζοντας βαθιά, πνιχτά Πέσαν ψιθυριστά τα φύλλα της οξιάς Στο κρύο δάσος του χειμώνα, το δίχως φυλλωσιές.
Μ’ αυτός τη γύρευε ασταμάτητα, πλανιόταν όλο πιο βαθιά Σ’ όλα τα μέρη τ’ άγρια του δάσους του κρυφού, Στο σεληνόφωτο κάθε νυχτιά στην παγωνιά, Κατάκοπος κι απ’ το κρύο τρέμοντας. Έλαμπε η φορεσιά της στο φως του φεγγαριού, Τις νύχτες κει που χόρευε στο λόφο η ξωθιά Και κάτω από τα πόδια της παιζογελούσε τ’ ουρανού Η ομίχλη η ασημιά ανεμοφεύγοντας.
Σαν πέρασε ο χειμώνας η Τινουβιέλ κατέβηκε ξανά. Με το τραγούδι της την άνοιξη ξελευτερώνει. Ξυπνά ο σπουργίτης κι η βροχούλα αρχινά Ξυπνάει το ρυάκι που ’τανε παγωμένο. Βλέπει ο νιος κάθε λουλούδι να ’χει φουσκώσει Γύρω στα πόδια της και παίρνει δύναμη, μεθά. Στο πλάι της χορό να τον λυτρώσει Θέλει να στήσει στο χορτάρι το φρεσκοπλυμένο.
Του ξεγλιστρά ξανά, μ’ αυτός την κυνηγά γοργά. Τινουβιέλ! Κυρά! Τινουβιέλ! Το ξωτικό της όνομα φωνάζει δυνατά Και στέκει αυτή κι ακούει μαγεμένη: Τινουβιέλ! Ξωθιά! Τινουβιέλ! Τη φτάνει ο Μπέρεν και κοντά του την τραβά Την Τινουβιέλ! Τ’ αηδόνι-Τινουβιέλ! Που τώρα μες στην αγκαλιά του είναι κλεισμένη.
Βαθιά στα μάτια ο Μπέρεν την κοιτά, Που είναι στον ίσκιο των μαλλιών κρυμμένα Και βλέπει τ’ αστροφώς των ουρανών ψηλά Να καθρεφτίζεται σ’ αυτά, να λαμηαδιάζει. Τινουβιέλ, νεράιδα, ξωτικιά! Πάντα για μένα Αθάνατη θε να ’σαι, πεντάμορφη κυρά! Κι αυτή τον τύλιξε με τα μαλλιά της τ’ απλωμένα Και με τα άσπρα μπράτσα της τον αγκαλιάζει.
Η μοίρα ύφανέ τους δύσκολο κι ατέλειωτο στρατί Πάνω από πέτρινα βουνά, γκρίζα και παγερά. Μέσ’ από κάστρα ατσάλινα και πόρτα σκοτεινή Και δάση ανήλιαγα χωρίς ξημερωμό. Οι Θάλασσες του Χωρισμού τούς χώρισαν σκληρά, Μα νίκησε η αγάπη τους η δυνατή κι αγνή Και πάνε τώρα χρόνοι που κι οι δυο έχουν διαβεί μακριά Και ζουν σε δάση μακρινά χωρίς κατατρεγμό.

Ο Γοργοπόδαρος αναστέναξε και σώπασε πριν να ξαναμιλήσει. — Το τραγούδι αυτό αποδίδεται μ’ έναν τρόπο, που τα Ξωτικά τον λένε ann-thennath, μα είναι δύσκολο ν’ αποδοθεί στη δική μας Κοινή Γλώσσα· κι αυτό που σας είπα δεν είναι παρά ένας κακοδοσμένος απόηχος του πραγματικού. Μιλάει για τη συνάντηση του Μπέρεν, γιου του Μπαραχίρ, με τη Λούθιεν Τινουβιέλ. Ο Μπέρεν ήταν θνητός, αλλά η Λούθιεν ήταν κόρη του Θίνγκολ, ενός Ξωτικοβασιλιά στη Μέση-Γη, τότε που ο κόσμος ήταν νέος. Κι αυτή ήταν η ωραιότερη κόρη που γεννήθηκε ποτέ ανάμεσα σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Η ομορφιά της ήταν σαν τ’ άστρα πάνω απ’ τις ομίχλες στις χώρες του Βοριά και το πρόσωπο της ήταν φως που έλαμπε. Εκείνη την εποχή ο Μεγάλος Εχθρός, στον οποίο ο Σόρον της Μόρντορ δεν ήταν παρά υπηρέτης, κατοικούσε στην Άνγκμπαντ στο Βοριά, και τα Ξωτικά της Δύσης γύριζαν πίσω στη Μέση-Γη για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω τα Σίλμαριλ, που τα είχε κλέψει· κι οι πατέρες των Ανθρώπων βοήθησαν τα Ξωτικά. Αλλά ο Εχθρός νίκησε κι έσφαξε τον Μπαραχίρ κι ο Μπέρεν, ξεφεύγοντας μέσα από θανάσιμους κινδύνους, ήρθε. διασχίζοντας τα Βουνά του Τρόμου στο κρυμμένο Βασίλειο του Θίνγκολ. στο δάσος του Νέλντορεθ. Εκεί είδε τη Λούθιεν να τραγουδά και να χορεύει σ’ ένα ξέφωτο πλάι στο μαγεμένο ποταμό Εσγκάλντουϊν. Την είπε Τινουβιέλ, δηλαδή Αηδόνι στην αρχαία γλώσσα. Πολλές δυστυχίες τους βρήκαν μετά και χωρίστηκαν για πολύ καιρό. Η Τινουβιέλ έσωσε τον Μπέρεν απ’ τα μπουντρούμια του Σόρον και μαζί πέρασαν μεγάλους κινδύνους και κατάφεραν να ρίξουν ακόμα και το Μεγάλο Εχθρό απ’ το θρόνο του και να πάρουν απ’ τη σιδερένια κορόνα του ένα από τα τρία Σίλμαριλ, τα πιο λαμπρά απ’ όλα τα πετράδια, το νυφικό δώρο της Λούθιεν στον πατέρα της το Θίνγκολ. Στο τέλος όμως έσφαξε τον Μπέρεν ο Λύκος, που ήρθε απ’ τις πύλες της Άνγκμπαντ κι αυτός ξεψύχησε στην αγκαλιά της Τινουβιέλ. Κι εκείνη πάλι προτίμησε να γίνει θνητή και να πεθάνει στον κόσμο, για να τον ακολουθήσει. Και το τραγούδι λέει πως συναντήθηκαν ξανά πέρα απ’ τις Θάλασσες του Χωρισμού, κι αφού για λίγο καιρό περπάτησαν ζωντανοί γι’ άλλη μια φορά στα πράσινα δάση, πέρασαν μαζί, χρόνια και χρόνια τώρα, πέρα από τα σύνορα αυτού του κόσμου. Έτσι έγινε κι η Λούθιεν Τινουβιέλ, μόνη απ’ όλα τα Ξωτικά, πέθανε στ’ αλήθεια κι άφησε τον κόσμο και την έχασαν αυτοί που την αγαπούσαν τόσο πολύ. Αλλά απ’ αυτήν το αίμα των ξωτικο-αρχόντων του παλιού καιρού πέρασε στους Ανθρώπους. Και ζουν ακόμα εκείνοι, που έχουν τη Λούθιεν για προγιαγιά τους και λέγεται πως η γενιά της ποτέ δε θα σβήσει. Ο Έλροντ του Σκιστού Λαγκαδιού κρατάει από εκεί. Γιατί ο Μπέρεν και η Λούθιεν γέννησαν τον Ντιορ, τον κληρονόμο του Θίνγκολ. Απ’ αυτόν γεννήθηκε η Έλγουϊνγκ η Λευκή, που παντρεύτηκε ο Εαρέντιλ, αυτός που ταξίδεψε με το καράβι του πέρα απ’ τις ομίχλες του κόσμου κι έφτασε ως τις θάλασσες του ουρανού με το Σίλμαριλ στο μέτωπό του. Και απ’ τον Εαρέντιλ κατάγονται οι Βασιλιάδες του Νούμενορ, δηλαδή της Μακρινής Δύσης.