Όσο μιλούσε ο Γοργοπόδαρος, οι χόμπιτ παρακολουθούσαν το παράξενο ζωηρό του πρόσωπο, που το φώτιζε αμυδρά το κόκκινο φως της φωτιάς. Τα μάτια του έλαμπαν κι η φωνή του ήταν πλούσια και βαθιά. Πάνω του απλώνονταν ο μαύρος ουρανός με τ’ αστέρια. Ξαφνικά ένα χλωμό φως φάνηκε πάνω απ’ την κορόνα της Κορυφής των Καιρών πίσω του. Το φεγγάρι ήταν στη γέμισή του και ανέβαινε αργά πάνω απ’ το λόφο που τους σκίαζε, και τ’ αστέρια πάνω απ’ τη λοφοκορφή ξεθώριασαν.
Η ιστορία τελείωσε. Οι χόμπιτ αναδεύτηκαν και τεντώθηκαν.
— Κοιτάξτε! είπε ο Μέρι. Το Φεγγάρι βγαίνει: θα πρέπει να είναι αργά.
Οι άλλοι κοίταξαν ψηλά. Τη στιγμή που γύριζαν, είδαν στην κορφή του λόφου κάτι μικρό και σκοτεινό στο φως του φεγγαριού που έβγαινε. Ίσως να ήταν μονάχα κάποια μεγάλη πέτρα ή βράχος που να εξείχε και να τον φανέρωνε το χλωμό φως.
Ο Σαμ κι ο Μέρι σηκώθηκαν και ξεμάκρυναν απ’ τη φωτιά. Ο Φρόντο κι ο Πίπιν έμειναν καθισμένοι σιωπηλά. Ο Γοργοπόδαρος παρατηρούσε το φως του φεγγαριού στο λόφο με προσοχή. Όλα έδειχναν ήσυχα κι ακίνητα, αλλά ο Φρόντο ένιωσε έναν παγωμένο τρόμο να σέρνεται γύρω απ’ την καρδιά του, τώρα που ο Γοργοπόδαρος δε μιλούσε πια. Μαζεύτηκε πιο κοντά στη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή ο Σαμ γύρισε πίσω απ’ την άκρη της κοιλάδας τρέχοντας.
— Δεν ξέρω τι είναι, είπε, μα ξαφνικά ένιωσα φόβο. Δεν τολμούσα να βγω έξω απ’ την κοιλάδα για όλα τα λεφτά του κόσμου. Ένιωσα λες και κάτι σέρνεται κι ανεβαίνει την πλαγιά.
— Είδες τίποτα; ρώτησε ο Φρόντο πηδώντας όρθιος.
— Οχι, κύριε, δεν είδα τίποτα, μα δε στάθηκα για να κοιτάξω.
— Εγώ είδα κάτι, είπε ο Μέρι, ή νόμισα πως είδα — πέρα δυτικά που το φως του φεγγαριού έπεφτε στις πεδιάδες, έξω απ’ τη σκιά που ρίχνουν οι λοφοκορφές, νόμισα πως είδα δυο ή τρεις μαύρες σκιές. Φαίνονταν να ’ρχονταν προς τα δω.
— Σταθείτε κοντά στη φωτιά, με τα πρόσωπα προς τα έξω! φώναξε ο Γοργοπόδαρος. Πάρτε στα χέρια σας μερικά απ’ τα μακρύτερα ξύλα της φωτιάς!
Με κομμένη την ανάσα στάθηκαν εκεί, σιωπηλοί και πανέτοιμοι, με τις πλάτες τους γυρισμένες στη φωτιά, κοιτάζοντας τις σκιές που τους περικύκλωναν. Δεν έγινε τίποτα. Δεν ακουγόταν ούτε θόρυβος ούτε κίνηση μες στη νύχτα. Ο Φρόντο κουνήθηκε, νιώθοντας την ανάγκη να σπάσει τη σιωπή: ήθελε να ξεφωνίσει δυνατά.
— Σσς! ψιθύρισε ο Γοργοπόδαρος.
— Τι ’ναι εκείνο; είπε με κομμένη ανάσα ο Πίπιν την ίδια στιγμή. Στην άκρη της μικρής κοιλάδας, απ’ τη μεριά αντίθετα από το λόφο, ένιωσαν μάλλον παρά είδαν, μια σκιά να ορθώνεται ή και περισσότερες από μία. Γούρλωσαν τα μάτια τους κι οι σκιές φάνηκαν να μεγαλώνουν. Γρήγορα δεν υπήρχε αμφιβολία; τρεις ή τέσσερις μαύρες σιλουέτες στέκονταν στην πλαγιά και τους κοίταζαν από ψηλά. Τόσο μαύρες ήταν, που ’μοιαζαν μαύρες τρύπες στο βαθύ σκοτάδι. Ο Φρόντο νόμισε πως άκουσε ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα από ανάσα φαρμακερή κι ένιωσε ένα ψιλό και διαπεραστικό ρίγος. Έπειτα οι σιλουέτες προχώρησαν αργά.
Ο τρόμος νίκησε τον Πίπιν και το Μέρι κι έπεσαν χάμω στη γη. Ο Σαμ ζάρωσε πλάι στο Φρόντο. Ο Φρόντο δεν ήταν λιγότερο τρομαγμένος απ’ τους συντρόφους του· έτρεμε λες κι έκανε αβάσταχτο κρύο, μα ο τρόμος του χάθηκε μέσα σε μια ξαφνική επιθυμία να φορέσει το Δαχτυλίδι. Τέτοια επιθυμία τον κυρίεψε, που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο. Δεν ξεχνούσε το Θολωτό Τάφο ούτε το μήνυμα του Γκάνταλφ· αλλά κάτι του φαινόταν πως τον αναγκάζει ν’ αδιαφορήσει για όλες τις προειδοποιήσεις· και ποθούσε να υποχωρήσει. Όχι με την ελπίδα της διαφυγής, ούτε για να κάνει τίποτα καλό ή κακό: απλώς ένιωθε πως έπρεπε να πάρει το Δαχτυλίδι και να το βάλει στο δάχτυλό του. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωσε το Σαμ να τον κοιτάζει, λες κι ήξερε πως ο κύριός του βρισκόταν σε μεγάλη δυσκολία, μα δεν μπορούσε να γυρίσει προς το μέρος του. Έκλεισε τα μάτια κι αντιστάθηκε για λίγο· μα η αντίσταση έγινε ανυπόφερτη και, τέλος, τράβηξε άξω την αλυσίδα αργά και πέρασε το Δαχτυλίδι στο δείκτη του αριστερού του χεριού.