Αμέσως, αν κι όλα τ’ άλλα έμειναν όπως πριν, αμυδρά και σκοτεινά, οι σιλουέτες έγιναν φοβερά καθαρές. Μπόρεσε να δει κάτω απ’ τους μαύρους μανδύες. Ήταν πέντε ψηλές μορφές: οι δυο στέκονταν στην άκρη της κοιλάδας, οι τρεις προχωρούσαν. Στα χλωμά τους πρόσωπα έκαιγαν κοφτερά κι ανελέητα μάτια· κάτω απ’ τους μανδύες φορούσαν μακριούς γκρίζους χιτώνες. Στα ψαρά τους μαλλιά είχαν ασημένια κράνη· στα σκελετωμένα χέρια τους κρατούσαν ατσαλένια σπαθιά. Η ματιά τους έπεσε πάνω στο Φρόντο και τον τρύπησε πέρα ως πέρα. Όρμησαν καταπάνω του. Στην απελπισιά του ο Φρόντο τράβηξε το σπαθί του και του φάνηκε πως τρεμόσβηνε κόκκινο, λες κι ήταν αναμμένο δαυλί. Δυο απ’ τις μορφές σταμάτησαν. Η τρίτη ήταν ψηλότερη απ’ τις άλλες: τα μαλλιά του ήταν μακριά και γυάλιζαν, και πάνω στο κράνος του βρισκόταν μια κορόνα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μακρύ σπαθί και στο άλλο ένα μαχαίρι· και το μαχαίρι και το χέρι που το κρατούσε φεγγοβολούσαν μ’ ένα χλωμό φως. Τινάχτηκε μπροστά κι όρμησε στο Φρόντο.
Ταυτόχρονα ο Φρόντο έπεσε καταγής κι άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει δυνατά: Ω, Έλμπερεθ! Γκιλθόνιελ! Και χτύπησε τον εχθρό στα πόδια. Ένα στριγκό ουρλιαχτό έσκισε τη νύχτα κι αυτός ένιωσε έναν πόνο σαν σαϊτιά από φαρμακωμένο πάγο να τρυπάει τον αριστερό του ώμο. Την ώρα που λιποθυμούσε, είδε, λες και μέσα από ομίχλη που στριφογύριζε, το Γοργοπόδαρο να ορμάει μέσ’ απ’ το σκοτάδι μ’ ένα φλογισμένο δαυλί στο κάθε χέρι. Με μια τελευταία προσπάθεια, πέταξε το σπαθί του, έβγαλε το Δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και το σφιχτόκλεισε στο δεξί του χέρι μέσα.
Κεφάλαιο XII
Η ΦΕΥΓΑΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Όταν συνήλθε ο Φρόντο έσφιγγε ακόμα το Δαχτυλίδι απελπισμένα. Βρισκόταν ξαπλωμένος πλάι στη φωτιά, που τώρα της είχαν ρίξει ξύλα κι έκαιγε ζωηρά. Οι τρεις σύντροφοι του ήταν σκυμμένοι πάνω του.
— Τι έγινε; Πού είναι ο χλωμός βασιλιάς; ρώτησε αγριεμένος. Εκείνοι χάρηκαν τόσο πολύ που τον άκουσαν να μιλάει, που δεν του απαντούσαν για αρκετή ώρα· ούτε καταλάβαιναν την ερώτησή του. Τέλος μπόρεσε να καταλάβει απ’ το Σαμ, πως αυτοί δεν είχαν δει τίποτα εκτός από κάτι απροσδιόριστες σκιές να έρχονται καταπάνω τους. Ξαφνικά και με τρόμο μεγάλο, ο Σαμ ανακάλυψε πως ο κύριός του είχε εξαφανιστεί. Εκείνη τη στιγμή μια μαύρη σκιά όρμησε και τον προσπέρασε κι αυτός έπεσε κάτω. Άκουσε τη φωνή του Φρόντο, μ’ αυτή φαινόταν να έρχεται από μεγάλη απόσταση ή κάτω απ’ τη γη, που φώναζε παράξενες λέξεις. Δεν είδαν τίποτ’ άλλο, μέχρι που σκόνταψαν πάνω στο κορμί του Φρόντο, που ήταν πεσμένος σαν πεθαμένος, με το πρόσωπο στο χορτάρι και το σπαθί του από κάτω. Ο Γοργοπόδαρος τους διάταξε να τον σηκώσουν και να τον ξαπλώσουν κοντά στη φωτιά κι ύστερα εξαφανίστηκε εδώ κι αρκετή ώρα τώρα.
Ο Σαμ ήταν φανερό πως άρχιζε να έχει πάλι αμφιβολίες για το Γοργοπόδαρο· μα την ώρα που κουβέντιαζαν, αυτός γύρισε. Παρουσιάστηκε ξαφνικά μέσ’ απ’ τις σκιές. Τρόμαξαν κι ο Σαμ τράβηξε το σπαθί του και στάθηκε πάνω απ’ το Φρόντο. Ο Γοργοπόδαρος όμως γονάτισε γρήγορα δίπλα του.
— Δεν είμαι Μαύρος Καβαλάρης, Σαμ, είπε μαλακά, ούτε συνεργάζομαι μαζί τους. Προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω κάτι απ’ τις κινήσεις τους· μα δε βρήκα τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έφυγαν και δεν ξανακάνουν επίθεση. Πουθενά όμως εδώ γύρω δεν υπάρχει το αίσθημα της παρουσίας τους.
Σαν άκουσε τι είχε να του πει ο Φρόντο, συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Μετά είπε στον Πίπιν και στο Μέρι να ζεστάνουν όσο πιο πολύ νερό μπορούσαν στα μικρά τους κατσαρόλια και να πλύνουν την πληγή.
— Να κρατάτε τη φωτιά δυνατή και το Φρόντο ζεστό! είπε. Έπειτα σηκώθηκε να φύγει και φώναξε το Σαμ να πάει κοντά.
— Νομίζω πως καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα τώρα, είπε χαμηλόφωνα. Δεν ξέρω γιατί δεν ήταν όλοι εδώ· μα δε νομίζω πως περίμεναν να βρουν αντίσταση. Έχουν απομακρυνθεί προς το παρόν. Μα όχι μακριά, φοβάμαι. Θα ξανάρθουν ένα άλλο βράδυ, αν δεν μπορέσουμε να ξεφύγουμε. Περιμένουν γιατί νομίζουν πως ο σκοπός τους είναι σχεδόν τελειωμένος και πως το Δαχτυλίδι δεν μπορεί να πάει πολύ πιο κάτω. Πολύ φοβάμαι, Σαμ, πως πιστεύουν ότι τ’ αφεντικό σου έχει θανάσιμη πληγή, που θα τον υποτάξει στη θέλησή τους. Θα δούμε!