Выбрать главу

Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ξανακατέβηκαν στην άκρη του Δρόμου. Ο Σαμ κι ο Γοργοπόδαρος πήγαν μπροστά μα δε βρήκαν ίχνος από ταξιδιώτες ή Καβαλάρηδες. Εδώ, κάτω απ’ τη σκιά των λόφων, είχε πέσει βροχή. Ο Γοργοπόδαρος υπολόγισε πως είχε πέσει δυο μέρες πριν και είχε σβήσει όλα τα χνάρια. Κανένας, απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν είχε περάσει μ’ άλογο, απ’ τη βροχή κι εδώ.

Προχώρησαν βιαστικά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν κι ύστερα από ένα δυο μίλια, είδαν την Τελευταία Γέφυρα μπροστά τους, στο τέλος μιας μικρής κι απότομης κατηφοριάς. Έτρεμαν μήπως δουν τίποτα μαύρες σιλουέτες να καρτερεύουν εκεί, μα δεν είδαν κανένα. Ο Γοργοπόδαρος τους έβαλε να κρυφτούνε σε μια λόχμη στην άκρη του Δρόμου κι αυτός πήγε μπροστά για να εξερευνήσει.

Πριν περάσει πολλή ώρα, γύρισε πίσω βιαστικά.

— Δε βλέπω κανένα σημάδι απ’ τον εχθρό, είπε, και δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό. Βρήκα όμως κάτι πολύ παράξενο.

Άπλωσε το χέρι του κι έδειξε ένα ανοιχτοπράσινο κόσμημα.

— Το βρήκα στη λάσπη, στη μέση της Γέφυρας, είπε. Είναι βηρύλλι, πετράδι των Ξωτικών. Δεν μπορώ να πω αν το έβαλαν εκεί επίτηδες ή έπεσε καταλάθος· αλλά μου δίνει ελπίδα. Θα το πάρω για σημάδι πως μπορούμε να περάσουμε τη Γέφυρα· αλλά, πέρα απ’ αυτήν, δεν τολμώ να μείνουμε στο Δρόμο χωρίς κάποιο καθαρό σημάδι.

Αμέσως πήραν το δρόμο πάλι. Πέρασαν τη Γέφυρα με ασφάλεια, χωρίς ν’ ακούσουν άλλο θόρυβο πέρα απ’ το νερό που στριφογύριζε κάτω απ’ τις τρεις μεγάλες καμάρες της. Ένα μίλι πιο κάτω, έφτασαν σ’ ένα στενό φαράγγι, που πήγαινε προς το Βοριά ανάμεσα από απόκρημνα μέρη, στ’ αριστερά του Δρόμου. Εδώ ο Γοργοπόδαρος άφησε τη δημοσιά και γρήγορα χάθηκαν σε μια καταθλιπτική περιοχή με σκοτεινά δέντρα, ακολουθώντας τα ριζά των σκυθρωπών λόφων.

Οι χόμπιτ χάρηκαν που άφησαν πίσω τους τις άχαρες περιοχές και τον επικίνδυνο Δρόμο· μα κι αυτός ο καινούριος τόπος έδειχνε απειλητικός κι εχθρικός. Όσο προχωρούσαν οι λόφοι γύρω τους υψώνονταν σταθερά. Πέρα δώθε πάνω στα ψηλώματα και στις ράχες έβλεπαν αρχαίους πέτρινους τοίχους κι ερείπια από φρούρια με όψη απειλητική. Ο Φρόντο, που δεν περπατούσε, είχε τον καιρό να κοιτάζει μπροστά και να σκέφτεται. Ξαναθυμήθηκε τα λεγόμενα του Μπίλμπο για το ταξίδι του και τους απειλητικούς πύργους στα βορινά του Δρόμου, στην περιοχή κοντά στο Δάσος των Γιγάντων, που τον είχε βρει η πρώτη του σοβαρή περιπέτεια. Ο Φρόντο μάντεψε πως βρισκόντουσαν τώρα στην ίδια περιοχή κι αναρωτιόταν μήπως κατά τύχη περνούσαν κοντά από εκείνο το μέρος.

— Ποιοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο; ρώτησε. Και ποιοι έχτισαν τα φρούρια; Εδώ είναι η χώρα των γιγάντων;

— Όχι! είπε ο Γοργοπόδαρος. Οι γίγαντες δε χτίζουν. Κανείς δε ζει στη γη αυτή. Κάποτε εδώ ζούσαν Άνθρωποι, αιώνες πριν· μα κανείς δεν απομένει τώρα. Έγιναν κακοί, όπως λένε οι παραδόσεις, και υποτάχτηκαν στη Σκιά της Άνγκμαρ. Όλα όμως καταστράφηκαν στον πόλεμο, που σήμανε και το τέλος του Βόρειου Βασίλειου. Αλλ’ αυτά γίνηκαν τώρα τόσο παλιά, που κι οι λόφοι τα ’χουν ξεχάσει, αν κι ένας ίσκιος ακόμα πλανιέται στη γη.

— Πού τις έμαθες όλες αυτές τις ιστορίες, αφού όλη η χώρα είναι άδεια και ξεχνάει; ρώτησε ο Πέρεγκριν. Τα πουλιά και τα ζώα δε λένε τέτοιες ιστορίες.

— Οι απόγονοι του Έλεντιλ δεν ξεχνούν όλα τα περασμένα, είπε ο Γοργοπόδαρος· και στο Σκιστό Λαγκάδι θυμούνται πολύ περισσότερα απ’ όσα λέω εγώ.

— Έχεις πάει πολλές φορές στο Σκιστό Λαγκάδι; είπε ο Φρόντο.

— Ναι, είπε ο Γοργοπόδαρος. Κάποτε ζούσα εκεί και τώρα ξαναπηγαίνω όποτε μπορώ. Εκεί βρίσκεται η καρδιά μου· μα μοίρα μου δεν είναι το καθισιό κι η γαλήνη στο ωραίο σπίτι του Έλροντ.

Οι λόφοι άρχισαν τώρα να τους περικυκλώνουν. Ο Δρόμος πίσω τους πήγαινε στον Ποταμό Μπρούινεν, αλλά κι ο Δρόμος κι ο Ποταμός ήταν κρυμμένοι και δε φαίνονταν. Οι ταξιδιώτες έφτασαν σε μια μακρόστενη κοιλάδα· στενή, κομμένη βαθιά, σκοτεινή και σιωπηλή. Δέντρα με γέρικες και στριφογυριστές ρίζες κρέμονταν απ’ τους γκρεμούς και μαζεύονταν κι έφτιαχναν πευκοδάση στις πλαγιές.

Οι χόμπιτ άρχισαν να νιώθουν πολύ κουρασμένοι. Προχωρούσαν αργά, γιατί έπρεπε να βρίσκουν δρόμο ανάμεσα σε μέρη δίχως μονοπάτια, γεμάτα εμπόδια από πεσμένα δέντρα και βράχια. Όσο πιο πολύ μπορούσαν, απόφευγαν να σκαρφαλώνουν και για χατίρι του Φρόντο και γιατί, στ’ αλήθεια, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν δρόμο για να βγουν απ’ τις στενές κλεισούρες. Ταξίδευαν δυο μέρες σ’ εκείνα τα μέρη, όταν ο καιρός το γύρισε στη βροχή. Ο αέρας άρχισε σταθερά να φυσάει απ’ τη Δύση και να χύνει το νερό απ’ τις μακρινές θάλασσες πάνω στα μαύρα κεφάλια των λόφων με μια ψιλή διαπεραστική βροχή. Ως το βράδυ ήταν όλοι τους μουσκεμένοι ως το κόκαλο, και σαν κατασκήνωσαν τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν μια και δεν μπόρεσαν με κανένα τρόπο ν’ ανάψουν φωτιά. Την άλλη μέρα οι λόφοι υψώθηκαν ακόμα πιο ψηλοί κι απόκρημνοι μπροστά τους κι αναγκάστηκαν να στρίψουν προς το Βοριά, βγαίνοντας απ’ την πορεία τους. Ο Γοργοπόδαρος άρχισε να δείχνει πως ανησυχούσε: βρίσκοντον σχεδόν δέκα μέρες δρόμο απ’ την Κορυφή των Καιρών και τ’ αποθέματα της τροφής τους άρχισαν να λιγοστεύουν. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.