Выбрать главу

Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν πάνω σε μια πέτρινη προεξοχή, μ’ ένα βράχο πίσω τους, που σχημάτιζε μια ρηχή σπηλιά, ένα ψευτοβαθούλω-μα στο λόφο. Ο Φρόντο δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το κρύο κι η υγρασία είχαν κάνει τόν πόνο της πληγής του μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά κι ο πόνος μαζί με το αίσθημα της νεκρικής παγωνιάς, του έδιωχναν όλο τον ύπνο. Ήταν ξαπλωμένος και στριφογύριζε κι άκουγε φοβισμένος τους κρυφούς θόρυβους της νύχτας: τον άνεμο στις χαραματιές του βράχου, νερό κάπου να στάζει, ένα κρακ, το απότομο κατρακύλισμα κάποιας πέτρας. Του φάνηκε πως μαύρες σιλουέτες έρχονταν να τον πνίξουν· μα, σαν ανασηκώθηκε, δεν είδε τίποτα, εκτός απ’ την πλάτη του Γοργοπόδαρου, που καθόταν μαζεμένος, κάπνιζε την πίπα του και φύλαγε σκοπός. Ξάπλωσε ξανά κι είδε ένα ταραγμένο όνειρο: πως περπατούσε, λέει, στο γρασίδι στον κήπο του στο Σάιρ· μα το χόρτο ήταν, λέει, χλωμό κι άχρωμο και λιγότερο ζωντανό απ’ τις ψηλές μαύρες σιλουέτες που στέκονταν και κοίταζαν πάνω από το φράχτη.

Το πρωί σαν ξύπνησε, είδε πως η βροχή είχε σταματήσει. Τα σύννεφα ήταν ακόμα πυκνά, αλλά ξάνοιγαν και χλωμά κομμάτια γαλάζιου ουρανού φαίνονταν ανάμεσά τους. Ο άνεμος άλλαζε ξανά. Δεν ξεκίνησαν νωρίς. Αμέσως μετά απ’ το παγωμένο και καθόλου ανακουφιστικό πρωινό τους, ο Γοργοπόδαρος έφυγε μονάχος, λέγοντας στους άλλους να μείνουν κάτω απ’ το καταφύγιο του βράχου ώσπου να γυρίσει. Θα σκαρφάλωνε στην κορφή, αν μπορούσε, για να ρίξει μια ματιά στη γύρω περιοχή.

Όταν γύρισε δεν τους καθησύχασε.

— Έχουμε έρθει πολύ προς το Βοριά, είπε, και πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο να γυρίσουμε προς το Νοτιά ξανά. Αν συνεχίσουμε έτσι όπως πάμε, θα βρεθούμε στα Έτεν-ντέιλς, πολύ στο βοριά, μακριά απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Εκεί πέρα είναι η περιοχή των γιγάντων και την ξέρω πολύ λίγο. Θα μπορούσαμε ίσιος να βρούμε δρόμο μέσα από εκεί και να μπούμε στο Σκιστό Λαγκάδι απ’ το βοριά· μα θα μας έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο, γιατί δεν ξέρω το δρόμο και δε θα μας έφταναν τα τρόφιμά μας. Πρέπει κάπως να βρούμε το Πέρασμα του Μπρούινεν.

Την υπόλοιπη εκείνη μέρα την πέρασαν σκαρφαλώνοντας κατσάβραχα. Βρήκαν ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο λόφους, που τους έβγαλε σε μια κοιλάδα που πήγαινε νοτιοανατολικά, δηλαδή στην κατεύθυνση που ήθελαν να πάρουν αλλά προς το τέλος της μέρας ξαναβρήκαν το δρόμο τους κλεισμένο από μια ψηλή ράχη· η σκοτεινή της κορφή στον ουρανό ήταν σπασμένη σε πολλά γυμνά σημεία σαν τα δόντια στομωμένου πριονιού. Δεν τους έμενε παρά ή να γυρίσουν πίσω ή να τη σκαρφαλώσουν.

Αποφάσισαν να προσπαθήσουν την ανάβαση, αλλ’ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη. Γρήγορα ο Φρόντο αναγκάστηκε να ξεπεζέψει και να πηγαίνει με τα πόδια όπως όπως. Αλλά κι έτσι, πολλές φορές απελπίστηκαν πως θα τα κατάφερναν ν’ ανεβάσουν το πόνυ, ή πως θα ’βρισκαν αυτοί οι ίδιοι μονοπάτι, έτσι που ήταν φορτωμένοι. Το φως είχε σχεδόν χαθεί κι ήταν όλοι τους ξεθεωμένοι όταν, επιτέλους, έφτασαν στην κορφή. Είχαν σκαρφαλώσει σ’ ένα στενό λαιμό ανάμεσα σε δυο ψηλότερες κορφές. Η γη κατηφόριζε πάλι απότομα λίγο πιο κάτω. Ο Φρόντο έπεσε χάμω και ξάπλωσε στο χώμα τρέμοντας. Το αριστερό του χέρι ήταν δίχως ζωή και το πλευρό κι ο ώμος του πονούσαν λες και τους είχαν μπήξει παγωμένα νύχια· τα δέντρα και τα βράχια γύρω του τού φαίνονταν θαμπά σαν σκιές.

— Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα, είπε ο Μέρι στο Γοργοπόδαρο. Φοβάμαι πως αυτό ήταν πάρα πολύ για το Φρόντο. Ανησυχώ τρομερά γι’ αυτόν. Τι θα κάνουμε; Νομίζεις πως θα μπορέσουν να τον κάνουν καλά στο Σκτιστό Λαγκάδι, αν φτάσουμε ποτέ εκεί;

— Θα δούμε, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να μπορώ να κάνω εδώ στην ερημιά· κι είναι κυρίως για την πληγή του που είμαι τόσο ανήσυχος και θέλω να προχωρήσουμε. Συμφωνώ όμως πως δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα απόψε.

— Τι έχει τ’ αφεντικό μου; ρώτησε ο Σαμ χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας παρακλητικά το Γοργοπόδαρο. Η πληγή του ήταν μικρή κι έχει κλείσει κιόλας. Δε φαίνεται τίποτα εκτός από ένα παγωμένο άσπρο σημάδι στον ώμο του.

— Το Φρόντο τον έχουν αγγίξει τα όπλα του Εχθρού, είπε ο Γοργοπόδαρος, και μέσα του δουλεύει κάποιο δηλητήριο ή κακό, που δε φτάνει η τέχνη μου για να το διώξει. Αλλά μη χάνεις την ελπίδα σου, Σαμ!

Η νύχτα ήταν παγερή πάνω στην ψηλή ράχη. Άναψαν μια μικρή φωτιά κάτω απ’ τις ροζιασμένες ρίζες ενός γέρικου πεύκου, που κρεμόταν πάνω από έναν ξέβαθο λάκκο: έδειχνε λες και κάποτε να είχαν λατομήσει πέτρες εκεί. Κάθισαν μαζεμένοι κοντά κοντά. Ο άνεμος φυσούσε παγωμένος, περνώντας το λαιμό, κι άκουγαν τις κορφές των δέντρων πιο κάτω να βογκούν και ν’ αναστενάζουν. Ο Φρόντο ήταν ξαπλωμένος σαν σε όνειρο κι έβλεπε πως ατέλειωτα μαύρα φτερά πετούσαν πάνωθέ του και πως τα φτερά αυτά ήταν οι διώκτες του, που τον αναζητούσαν σ’ όλες τις κουφάλες των λόφων.