Выбрать главу

Το πρωινό χάραξε φωτεινό κι ασυννέφιαστο· η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και το φως χλωμό και διάφανο σ’ έναν ουρανό ξεπλυμένο απ’ τη βροχή. Οι καρδιές τους αναθάρρεψαν κι αποζητούσαν τον ήλιο να ζεστάνει τα παγωμένα και μουδιασμένα τους μέλη. Μόλις έφεξε καλά, ο Γοργοπόδαρος πήρε το Μέρι μαζί και πήγαν να επιθεωρήσουν από ψηλά την περιοχή ανατολικά απ’ το πέρασμα. Ο ήλιος είχε βγει κι έλαμπε ζωηρά, λες και ξαναρχόταν με πιο ενθαρρυντικά νέα. Βρίσκονταν τώρα, λίγο ως πολύ, στη σωστή κατεύθυνση. Αν συνέχιζαν και κατέβαιναν την άλλη μεριά της ράχης, θα είχαν τα Βουνά στ’ αριστερά τους. Και μπροστά, πέρα μακριά, είχε πιάσει ξανά το μάτι του Γοργοπόδαρου το Θορυβόνερο κι ήξερε πως, αν και δε φαινόταν, ο Δρόμος για το Πέρασμα δε βρισκόταν μακριά απ’ τον Ποταμό και πως, ο Δρόμος, βρισκόταν στην από δω μεριά, κοντά σ’ αυτούς.

— Πρέπει να βγούμε στο Δρόμο πάλι, είπε. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως θα βρούμε μονοπάτι ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους. Ό,τι κίνδυνος κι αν παραμονεύει, ο Δρόμος είναι ο μόνος που θα μας βγάλει στο Πέρασμα.

Μόλις έφαγαν ξεκίνησαν πάλι. Κατέβηκαν αργά τη νότια πλευρά της ράχης· αλλά ο δρόμος ήταν πολύ πιο εύκολος απ’ ό,τι περίμεναν, γιατί η πλαγιά ήταν λιγότερο απόκρημνη από τούτη τη μεριά και γρήγορα ο Φρόντο μπόρεσε να πάει καβάλα ξανά. Το φτωχό γέρικο πόνυ του Μπιλ Φτεριά παρουσίασε ένα απρόσμενο ταλέντο, να διαλέγει το μονοπάτι και να γλιτώνει τον καβαλάρη του απ’ όσο το δυνατόν περισσότερα τραντάγματα. Τα κέφια της παρέας έφτιαξαν πάλι. Ακόμα κι ο Φρόντο ένιωθε καλύτερα στο φως του πρωινού, αλλά, κάθε τόσο, μια ομίχλη φαινόταν να θαμπώνει το βλέμμα του κι έτριβε τα μάτια με τα χέρια του.

Ο Πίπιν πήγαινε λίγο πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Ξαφνικά γύρισε πίσω και τους φώναξε: — Έχει ένα μονοπάτι εδώ!

Όταν τον έφτασαν, είδαν πως δεν είχε κάνει λάθος: βρίσκονταν ολοφάνερα στις αρχές ενός μονοπατιού, που, με πολλά στριφογυρίσματα, περνούσε κι έβγαινε έξω από τα δάση στα πόδια τους κι έσβηνε σε μια λοφοκορφή από πίσω. Σε μερικά σημεία τώρα δε διακρινόταν καλά κι ήταν φυτρωμένο ή πνιγμένο από πεσμένες πέτρες και δέντρα· αλλά έδειχνε πως κάποτε το χρησιμοποιούσαν πολύ. Ήταν ένα μονοπάτι καμωμένο από στιβαρά μπράτσα και βαριά πόδια. Πέρα δώθε γέρικα δέντρα ήταν κομμένα ή σπασμένα και μεγάλα βράχια ήταν σκισμένα ή σπρωγμένα πέρα για να κάνουν τόπο.

Ακολούθησαν το μονοπάτι για κάμποσο, γιατί τους πρόσφερνε τον ευκολότερο τρόπο για να κατεβούν κάτω, αλλά πήγαιναν προσεκτικά κι η ανησυχία τους μεγάλωσε σαν μπήκαν στα σκοτεινά δάση κι είδαν το μονοπάτι να γίνεται πιο φανερό και φαρδύ. Ξαφνικά, βγαίνοντας από μια ζώνη έλατα, κατηφόριζε απότομα μια πλαγιά κι έστριβε αριστερά γύρω απ’ τη γωνιά μιας πλευράς του λόφου όλο βράχους. Σαν έφτασαν στη γωνία, κοίταξαν κι είδαν πως το μονοπάτι προχωρούσε κι ένα κομμάτι του γινόταν επίπεδο στη βάση ενός χαμηλού γκρεμού, φυτρωμένου από πάνω με δέντρα. Στον πέτρινο τοίχο βρισκόταν μια πόρτα, που κρεμόταν στραβά μισάνοιχτη από ένα μεγάλο μεντεσέ.

Όλοι σταμάτησαν έξω από την πόρτα. Πίσω της βρισκόταν μια σπηλιά ή ένα πέτρινο δωμάτιο, αλλά τίποτα δε φαινόταν στο σκοτάδι. Ο Γοργοπόδαρος, ο Σαμ κι ο Μέρι έσπρωξαν μ’ όλη τους τη δύναμη και κατάφεραν ν’ ανοίξουν την πόρτα λίγο περισσότερο. Τότε ο Γοργοπόδαρος κι ο Μέρι μπήκαν μέσα. Δεν πήγαν μακριά, γιατί στο πάτωμα βρίσκονταν ένα σωρό κόκαλα και τίποτ’ άλλο δε φαινόταν κοντά στην είσοδο εκτός από κάτι μεγάλα βάζα κι άδειες γαβάθες.

— Τούτη είναι σίγουρα γιγαντο-σπηλιά και μη μου πείτε πως δεν είναι! είπε ο Πίπιν. Για ελάτε έξω εσείς οι δυο και πάμε να φύγουμε. Τώρα ξέρουμε ποιος έφτιαξε το μονοπάτι — και καλά θα κάνουμε να φύγουμε στα γρήγορα.

— Δεν υπάρχει λόγος, νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος, βγαίνοντας έξω. Βέβαια, είναι σίγουρα γιγαντο-σπηλιά, μα φαίνεται πως την έχουν εγκαταλείψει από παλιά. Δε νομίζω πως χρειάζεται να φοβόμαστε. Αλλ’ όμως ας προχωρούμε με προσοχή και θα δούμε.

Το μονοπάτι συνέχιζε πάλι μετά την πόρτα και έστριβε δεξιά ξανά. διάσχιζε την απλωσιά και χωνόταν πάλι σε μια δασωμένη κατηφοριά. Ο Πίπιν, μη θέλοντας να δείξει στο Γοργοπόδαρο πως φοβόταν ακόμα, πήγαινε μπροστά με το Μέρι. Ο Σαμ κι ο Γοργοπόδαρος έρχονταν πίσω, δεξιά κι αριστερά στο πόνυ του Φρόντο, γιατί τώρα το μονοπάτι ήταν αρκετά φαρδύ για τέσσερις ή και πέντε χόμπιτ να πηγαίνουν δίπλα δίπλα. Δεν είχαν όμως προχωρήσει πολύ και να σου ο Πίπιν έρχεται τρέχοντας, με το Μέρι ξοπίσω του. Κι οι δυο φαίνονταν τρομαγμένοι.