Выбрать главу

Έχει γίγαντες! είπε ο Πίπιν λαχανιασμένος. Κάτω σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος, όχι πολύ μακριά. Τους είδαμε ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Είναι πολύ μεγάλοι!

— Θα ’ρθούμε να τους ρίξουμε μια ματιά, είπε ο Γοργοπόδαρος και μάζεψε από κάτω ένα κλαδί.

Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα, αλλά ο Σαμ φαινόταν τρομοκρατημένος.

Ο ήλιος τώρα βρισκόταν ψηλά κι έλαμπε ανάμεσα απ’ τα μισόγυμνα κλαδιά των δέντρων και φώτιζε το ξέφωτο με ζωηρά φωτεινά μπαλώματα. Σταμάτησαν απότομα στην άκρη και κρυφοκοίταξαν ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων, κρατώντας την ανάσα τους. Εκεί στέκονταν τρεις γίγαντες: τρεις μεγάλοι γίγαντες. Ο ένας έσκυβε κι οι άλλοι δυο στέκονταν και τον κοίταζαν.

Ο Γοργοπόδαρος προχώρησε αμέριμνα εμπρός.

— Για σήκω πάνω, παλιοπέτρα! είπε κι έσπασε το μπαστούνι του πάνω στο σκυφτό γίγαντα.

Τίποτα δεν έγινε. Ακούστηκε μια κομμένη φωνή όλο έκπληξη απ’ τους τρεις χόμπιτ κι έπειτα ακόμα κι ο Φρόντο έβαλε τα γέλια.

— Λοιπόν! είπε. Ξεχνάμε την οικογενειακή μας ιστορία! Αυτοί εδώ πρέκει να είναι οι ίδιοι εκείνοι τρεις γίγαντες που βρήκε ο Γκάνταλφ να τσακώνονται για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να μαγειρέψουν δεκατρείς νάνους κι ένα χόμπιτ.

Εγώ δεν είχα ιδέα πως είμαστε κοντά σ’ αυτό το μέρος! είπε ο Πίπιν.

Ήξερε καλά την ιστορία. Ο Μπίλμπο κι ο Φρόντο την έλεγαν συχνάμα. για να πούμε την αλήθεια, δεν την είχε ποτέ του πολυπιστέψει. Ακόμα και τώρα κοίταζε τους πέτρινους γίγαντες με υποψία και φοβόταν μήπως τίποτα μάγια τούς ξαναζωντάνευαν ξαφνικά.

Δεν ξεχνάς μόνο την οικογενειακή σου ιστορία, μα κι όλα όσα έμαθες ποτέ σου για γίγαντες, είπε ο Γοργοπόδαρος. Είναι μέρα μεσημέρι, ο ήλιος λάμπει κι εσύ έρχεσαι και προσπαθείς να με τρομάξεις λέγοντάς μου παραμύθια για ζωντανούς γίγαντες που μας καρτερούν στο ξέφωτο! Μα θα ’πρεπε τουλάχιστο να είχες προσέξει πως ο ένας απ’ αυτούς έχει πίσω απ’ τ’ αυτί του μια φωλιά πουλιού. Αυτό θα ήταν το πιο αφύσικο στολίδι για ένα ζωντανό γίγαντα!

Όλοι γέλασαν. Ο Φρόντο ένιωσε τα κέφια του να φτιάχνουν: η θύμηση της πρώτης επιτυχημένης περιπέτειας του Μπίλμπο ήταν ενθαρρυντική. Κι ο ήλιος επίσης ήταν ζεστός κι ανακουφιστικός. Η ομίχλη των μαπών του φάνηκε να σηκώνεται λιγάκι. Ξεκουράστηκαν για λίγο στο ξέφωτο κι έφαγαν το μεσημεριανό τους ακριβώς κάτω απ’ τη σκιά των μεγάλων ποδιών των γιγάντων.

— Λεν έχει κάποιος να μας πει ένα τραγουδάκι, όσο που ο ήλιος είναι ψηλά; είπε ο Μέρι σαν τελείωσαν. Δεν είπαμε κανένα τραγούδι ή ιστορία μέρες τώρα.

— Ούτε ένα, απ’ την Κορυφή των Καιρών κι εδώ, είπε ο Φρόντο. Οι άλλοι τον κοίταξαν.

— Μη νοιάζεστε για μένα! πρόσθεσε. Νιώθω πολύ καλύτερα, δε νομίζω όμως πως θα μπορούσα να τραγουδήσω! Ίσως ο Σαμ να μπορούσε να θυμηθεί κάτι.

Έλα, Σαμ! είπε ο Μέρι. Έχεις περισσότερα μες στο κεφάλι σου απ’ όσα αφήνεις και φαίνονται.

— Αυτό δεν το ξέρω. είπε ο Σαμ. Μα σας κάνει αυτό; Δεν είναι, που λέμε, σωστό ποίημα, αν με καταλαβαίνετε: Είναι πολύ ανόητο. Αλλ’ αυτά τ’ αγάλματα μου το θύμισαν.

Σηκώθηκε όρθιος, με τα χέρια στην πλάτη, λες κι ήταν στο σχολείο, κι άρχισε να τραγουδά σε παλιά μουσική:

Γίγας κάθονταν μονάχος στο θρονί του που ’ταν βράχος, Κριτσανούσε, τραγουδούσε, παλιοκόκαλο μασούσε. Χρόνους τώρα επεινούσε κι όλο ψευτομασουλούσε, Γιατί κρέας δε βρισκόταν, Δεν πονλιόταν, δεν πιανόταν. Στη σπηλιά του μοναχός ροκανίζει ο φτωχός, Γιατί κρέας δε βρισκόταν.
Να κι ο Τομ και αξαντίξει και τις μαύρες μπότες τρίζει. — Γίγαντα, τι είν’ αυτό; τον ρωτάει όλος θυμό. Γιατί εμένανε μου εφάνη του παππού μου το καλάμι, Π’ απ’ του τάφου του τα βάθη, έχω μάθει, Πως πικράθη που εχάθη! Χρόνια τώρα πεθαμένο τονε κλαίμε τον καημένο. Μ’ απ’ τον τάφο του εχάθη, έχω μάθει.
— Φίλε μου, του λέει ο Γίγας, ενώ διώχνει κάτι μύγας, Τσάμπα πάνε, άκου εμένα, κόκαλα που ’ναι θαμμένα. Ο παππούς σου ο πεθαμένος χρεία δεν το ’χε, ο καημένος, Σαν το βρήκα το καλάμι, Το μαλάμι, το σαλάμι. Τώρα το ’χει χαρισμένο, σ’ ένα γίγαντα δοσμένο, Να το φάει σαν σαλάμι, το καλάμι.
Και ο Τομ φαρμακωμένος κι απ’ τη λύπη συγχυσμένος: — Ποιος την άδεια σου δίνει και τα κόκαλα σ’ αφήνει, Του παππού μου το καλάμι να μασάς σαν να ’ν’ σαλάμι; Φέρ’ το κόκαλο, σου λέω! Τι σου φταίω εγώ που κλαίω! Πεθαμένος μπορεί να ’ναι, μα δικός μου είν’ και θα ’ναι. Φέρ’ το κόκαλο, σου λέω! Τι με τυραννάς και κλαίω!
— Δε μου κάνει κόπο δα, λέει ο Γίγας, τώρα δα Και του λόγου σου ν’ αρπάξω και στα γρήγορα να χάψω. Φρέσκο κρέας να γευτώ και το κόκαλο πετώ. Το στομάχι να γεμίσω! Φρέσκο κρέας να μυρίσω! Να σουβλίσω! Να μασήσω! Κόκαλ’ έχω βαρεθεί να μασώ όπου βρεθεί. Θέλω κρέας να μασήσω, το στομάχι να γεμίσω!