Выбрать главу
Μα εκεί που ’χε θαρρέψει πως φαΐ είχε βολέψει, Άδεια τον ’μειναν τα χέρια, απλωμένα σαν μαχαίρια. Πίσω του ο Τομ πηδάει κι αγριεμένος τον ορμάει. Και το πόδι του σηκώνει και την μπότα του τη χώνει. Την απλώνει, την τεντώνει! Μια κλοτσιά στον πισινό θέλει ο Τομ όλος θυμό Μάθημα καλά και σώνει να του δώνει.
Μα σκληρό σαν το πετρί είν’ του γίγα το πετσί, Στη σπηλιά που ζει μονάχος ωσάν βράχος. Στα χαμένα τον χτυπάς και την μπότα σου χαλάς. Κάθε γίγα ο πισινός σαν την πέτρα είναι σκληρός, Τρομερός και φοβερός! Ο γερο-Τίγαντας γελάει, σαν ο Τομ φωνή αμολάει, Γιατί ήξερε καλώς: σαν την πέτρα είναι σκληρός!
Σπίτι του ο Τομ γυρίζει κι όλο λύπη μουρμουρίζει: — Αχ, ποδάρι μου καημένο, έμεινες σακατεμένο! Μα το Γίγα δεν τον νοιάζει ούτε έπιασε μαράζι. Κι αφού κρέας δε βρισκόταν, με το κόκαλο πλανιόταν, Βολευόταν, ξεγελιόταν! Και στο βράχο καθιστός, ο σκληρός ο πισινός, Την κλοτσιά ούτε θυμόταν!

— Λοιπόν, αυτό είναι προειδοποίηση για όλους μας! γέλασε ο Μέρι. Ευτυχώς που τον χτύπησες με το ξύλο κι όχι με το χέρι σου, Γοργοπόδαρε!

Πού το ’μαθες αυτό, Σαμ; ρώτησε ο Πίπιν. Δεν τα ’χω ξανακούσει αυτά τα λόγια.

Ο Σαμ μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε.

— Απ’ το κεφάλι του, βέβαια, είπε ο Φρόντο. Μαθαίνω ένα σωρό πράγματα για το Σαμ Γκάμγκη σ’ αυτό το ταξίδι. Πρώτα έκανε το συνωμότη, τώρα το γελωτοποιό! Στο τέλος θα καταλήξει ή μάγος — ή πολεμιστής!

— Ελπίζω όχι, είπε ο Σαμ. Δε θα ’θελα να γίνω ούτε το ένα ούτε το άλλο!

Το απόγευμα κατηφόρισαν στα δάση. Ήταν πολύ πιθανό πως ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι που ο Γκάνταλφ, ο Μπίλμπο και οι νάνοι είχαν πάρει χρόνια πριν. Μετά από μερικά μίλια βγήκαν στην κορφή μιας ψηλής πλαγιάς πάνω απ’ το Δρόμο. Στο σημείο αυτό ο Δρόμος είχε αφήσει τον Λσημόπηγο πολύ πίσω στη στενή του κοιλάδα και τώρα ακολουθούσε τα ριζά των λόφων. Ανεβοκατέβαινε και στριφογύριζε ανατολικά, ανάμεσα σε δάση και πλαγιές όλο ρείκια, τραβώντας για το Πέρασμα και τα Βουνά. Όχι πολύ χαμηλά στην πλαγιά ο Γοργοπόδαρος τους έδειξε μια πέτρα μέσα στα χόρτα. Πάνω της, χοντροκομμένα και πολυκαιρισμένα τώρα, μπορούσαν ακόμα να φανούν τα ρουνικά των νάνων και τα μυστικά τους σημάδια.

— Εκεί! είπε ο Μέρι. Αυτή πρέπει να ’ναι η πέτρα που σημείωνε το μέρος που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός των γιγάντων. Πόσο να μένει άραγε απ’ το μερίδιο του Μπίλμπο, Φρόντο;

Ο Φρόντο κοίταξε την πέτρα κι ευχήθηκε να μην είχε φέρει πίσω ο Μπίλμπο ένα Θησαυρό τόσο θανάσιμο και τόσο δύσκολο να τον αποχωριστείς.

— Τίποτα απολύτως, είπε. Ο Μπίλμπο τον μοίρασε εδώ κι εκεί. Μου είπε πως δεν τον ένιωθε αληθινά δικό του, γιατί προερχόταν από ληστές.

Ο Δρόμος απλωνόταν ήσυχος κάτω απ’ τους μακρόστενους ίσκιους του δειλινού. Πουθενά δε φαινόταν ίχνος από άλλους ταξιδιώτες. Μιας και τώρα δεν υπήρχε άλλος δρόμος που να ήταν δυνατό ν’ ακολουθήσουν, κατέβηκαν την πλαγιά και στρίβοντας αριστερά, πήραν δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σε λίγο η πλαγιά του λόφου έκρυψε το φως του ήλιου που πήγαινε βιαστικά στη δύση. Ένας παγερός αέρας κατέβαινε απ’ τα αντικρινά βουνά για να τους συναντήσει.

Είχαν αρχίσει να ψάχνουν για μέρος κοντά στο Δρόμο, να κατασκηνώσουν για τη νύχτα, όταν άκουσαν ένα θόρυβο, που ξανάφερε απότομα το φόβο στις καρδιές τους: το θόρυβο από πέταλα πίσω τους. Κοίταξαν πίσω, αλλά δεν μπορούσαν να δουν μακριά γιατί ο Δρόμος είχε πολλές στροφές κι ανεβοκατεβάσματα. Όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, βγήκαν απ’ τη δημοσιά και χώθηκαν στο πυκνό θαμνόδασο από ρείκια και βατομουριές πάνω στην πλαγιά, ώσπου έφτασαν σ’ ένα μικρό σύδεντρο από πυκνο-φυτρωμένες φουντουκιές. Κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τους θάμνους, μπορούσαν να δουν το Δρόμο, αμυδρό και σταχτόχρωμο στο φως που έφευγε, κάπου τριάντα πόδια κάτωθέ τους. Ο θόρυβος απ’ τα πέταλα πλησίασε. Πήγαιναν γρήγορα, μ’ ένα ανάλαφρο κλίπι-κλιπ, κλίπι-κλιπ. Και ξέψυχα, λες κι ο άνεμος το ’παιρνε μακριά τους, τους φάνηκε πως άκουγαν ένα αδύναμο κουδούνισμα σαν να χτυπούσαν μικρές καμπανούλες.

— Αυτό δεν ακούγεται σαν Μαύρου Καβαλάρη άλογο! είπε ο Φρόντο, που άκουγε με προσοχή.

Οι υπόλοιποι χόμπιτ συμφώνησαν μ’ ελπίδα πως έτσι ήταν, μα όλοι έμειναν γεμάτοι υποψίες. Είχαν ζήσει με το φόβο του κυνηγητού τόσο πολύ καιρό που, κάθε θόρυβος πίσω τους, τους φαινόταν απειλητικός κι εχθρικός. Αλλά ο Γοργοπόδαρος έγερνε τώρα μπροστά, σκύβοντας στη γη, με το χέρι στ’ αυτί και με μια έκφραση χαράς στο πρόσωπό του.