Ο Δρόμος κατηφόριζε σταθερά κι είχε τώρα πολύ γρασίδι και στις δυο πλευρές. Οι χόμπιτ περπατούσαν πάνω του, όταν μπορούσαν, για ν’ ανακουφίσουν τα κουρασμένα τους πόδια. Νωρίς τ’ απόγευμα έφτασαν σ’ ένα μέρος που ο Δρόμος ξαφνικά περνούσε κάτω απ’ τη σκιά ψηλών πεύκων κι έπειτα έπεφτε σ’ ένα βαθύ φαράγγι με απότομους υγρούς τοίχους από κόκκινη πέτρα. Η ηχώ τούς ακολουθούσε όπως προχωρούσαν βιαστικά· και τους φαινόταν πως άκουγαν το θόρυβο από πολλά πόδια στο κατόπι τους. Εντελώς απότομα, λες και πέρασαν μια φωτεινή πύλη, το φαράγγι τέλειωσε. Κι εκεί, στο κάτω μέρος μιας κατηφοριάς, είδαν μπροστά τους μια επίπεδη έκταση ίσα μ’ ένα μίλι και, μετά απ’ αυτήν, το Πέρασμα του Σκιστού Λαγκαδιού. Στην πέρα μεριά βρισκόταν μια απόκρημνη καφετιά όχθη, που την ανέβαινε ένα στριφογυριστό μονοπάτι· και πίσω της τα ψηλά βουνά υψώνονταν, ράχη πάνω στη ράχη και κορφή στην κορφή, ως τον ουρανό που θάμπωνε.
Ακουγόταν ακόμα η ηχώ από πόδια που τους ακολουθούσαν στο φαράγγι πίσω τους· ένα ορμητικό βουητό, λες κι είχε σηκωθεί αέρας και ξεχυνόταν ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των πεύκων. Για μια στιγμή ο Γκλορφίντελ γύρισε κι αφουγκράστηκε, κι έπειτα τινάχτηκε μπροστά βγάζοντας μια δυνατή φωνή.
— Τρέξτε! φώναξε. Τρέξτε! Ο εχθρός μάς έφτασε!
Το άσπρο άλογο πήδηξε μπροστά. Οι χόμπιτ πήραν την κατηφόρα τρέχοντας. Ο Γκλορφίντελ κι ο Γοργοπόδαρος ακολουθούσαν σαν οπισθοφυλακή. Βρίσκονταν στα μισά μόνο της επίπεδης έκτασης, όταν ξαφνικά ακούστηκε καλπασμός αλόγων. Απ’ την πύλη των δέντρων, που μόλις είχαν αφήσει, πέρασε ένας Μαύρος Καβαλάρης. Έσφιξε τα χαλινάρια του αλόγου του, σταμάτησε και ταλαντευόταν πάνω στη σέλα. Άλλος ένας τον ακολούθησε κι έπειτα κι άλλος· και μετά πάλι άλλοι δυο.
— Τρέξε μπροστά! Τρέξε! φώναξε ο Γκλορφίντελ στο Φρόντο.
Ο Φρόντο δεν υπάκουσε αμέσως. Μια παράξενη απροθυμία τον είχε κυριέψει. Κόβοντας τη φόρα του αλόγου του, γύρισε και κοίταξε πίσω. Οι Καβαλάρηδες φαίνονταν να κάθονται πάνω στα μεγάλα άτια τους σαν απειλητικά αγάλματα πάνω στο λόφο, σκοτεινά κι ατόφια, ενώ όλα τα δάση κι η γη γύρω τους υποχώρησαν σαν σε ομίχλη. Ξαφνικά ο Φρόντο κατάλαβε μέσα του πως αυτοί τον διατάζουν σιωπηλά να περιμένει. Τότε αμέσως φόβος και μίσος ξύπνησαν μέσα του. Το χέρι του άφησε το χαλινάρι κι άρπαξε τη λαβή του σπαθιού του, που άστραψε κόκκινο σαν το τράβηξε.
— Φύγε! Φύγε! φώναξε ο Γκλορφίντελ κι έπειτα, δυνατά και καθαρά φώναξε στο άλογο στη γλώσσα των Ξωτικών: noro lim, noro lim, Asfaloth!
Αμέσως το άσπρο άλογο όρμησε μπροστά, τρέχοντας σαν τον άνεμο στο τελευταίο κομμάτι του Δρόμου, Ταυτόχρονα τα μαύρα άλογα πήδηξαν μπροστά, κατηφορίζοντας το λόφο, στο κατόπι του. Οι Καβαλάρηδες έβγαλαν μια φοβερή κραυγή, σαν κι εκείνη που ο Φρόντο είχε ακούσει να πλημμυρίζει τα δάση με τρόμο τότε στην Ανατολική Μοίρα. Ακούστηκε απάντηση στην κραυγή, και μ’ απελπισία ο Φρόντο κι οι φίλοι του είδαν να βγαίνουν τρέχοντας, απ’ τα δέντρα και τους βράχους μακριά αριστερά, τέσσερις άλλοι Καβαλάρηδες. Δυο έτρεξαν προς το Φρόντο και δυο κάλπασαν τρελά προς το Πέρασμα για να του κόψουν το δρόμο. Στο Φρόντο φάνηκαν πως έτρεχαν σαν τον άνεμο και πως όλο και γίνονταν μεγαλύτεροι και πιο σκοτεινοί, καθώς η πορεία τους σύγκλινε με τη δική του.
Ο Φρόντο κοίταξε για μια στιγμή πίσω, πάνω απ’ τον ώμο του. Δεν μπορούσε πια να δει τους φίλους του. Οι Καβαλάρηδες που τον ακολουθούσαν έμεναν πίσω: ούτε και τα μεγάλα άτια τους δεν μπορούσαν να φτάσουν τη γρηγοράδα του άσπρου ξωτικο-αλόγου του Γκλορφίντελ. Κοίταξε πάλι μπροστά κι η ελπίδα του έσβησε. Δε φαινόταν να υπάρχει πιθανότητα να φτάσει το Πέρασμα πριν του κόψουν το δρόμο οι άλλοι που είχαν στήσει την ενέδρα. Μπορούσε να τους δει καθαρά τώρα: είχαν πετάξει τις κουκούλες και τους μανδύες τους κι ήταν ντυμένοι στα άσπρα και στα γκρι. Είχαν γυμνά σπαθιά στα χλωμά τους χέρια και περικεφαλαίες στα κεφάλια τους. Τα παγωμένα μάτια τους γυάλιζαν και τον φώναζαν με τις απαίσιες φωνές τους.
Το μυαλό του Φρόντο τώρα το πλημμύρισε φόβος. Δε σκεφτόταν πια το σπαθί του. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του. Έκλεισε τα μάτια του και πιάστηκε γερά απ’ τη χαίτη του αλόγου. Ο άνεμος σφύριζε στ’ αυτιά του και τα κουδουνάκια στα χαλινάρια αντηχούσαν άγρια και διαπεραστικά. Μια πνοή θανατερής παγωνιάς τον διαπέρασε σαν κοντάρι, καθώς με μια τελευταία εκτίναξη, σαν αστραπή άσπρης φωτιάς, το ξωτικο-άλογο, τρέχοντας σαν να ’χε φτερά, πέρασε μπρος απ’ το πρόσωπο του πιο κοντινού Καβαλάρη.
Ο Φρόντο άκουσε το πλατάγισμα του νερού και το ένιωσε ν’ αφρίζει γύρω στα πόδια του. Ένιωσε το γρήγορο ανεβοκατέβασμα και το κλυδώνισμα καθώς το άλογο βγήκε απ’ το ποτάμι κι ανέβηκε με δυσκολία στο κακοτράχαλο μονοπάτι. Σκαρφάλωνε την απόκρημνη όχθη. Είχε διαβεί το Πέρασμα.