Выбрать главу

Αλλά οι διώκτες πίσω του ήταν κοντά. Στην κορφή της όχθης το άλογο σταμάτησε και στράφηκε πίσω χρεμετίζοντας αγριεμένα. Ήταν Εννιά Καβαλάρηδες στην άκρη του νερού κάτω κι η καρδιά του Φρόντο δείλιασε μπροστά στις απειλές των υψωμένων τους προσώπων. Δεν ήξερε τίποτα που να μπορούσε να τους εμποδίσει να βγουν απέναντι τόσο εύκολα όσο κι αυτός κι ένιωθε πως ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσει να ξεφύγει, ακολουθώντας το μακρύ κι αβέβαιο μονοπάτι, απ’ το Πέρασμα ως το Σκιστό Λαγκάδι, αν έβγαιναν απέναντι οι Καβαλάρηδες. Και, όπως και να ’χε το πράγμα, ένιωσε πως τον διατάζανε επειγόντως να σταματήσει. Το μίσος ξαναξύπνησε μέσα του, μα δεν είχε πια τη δύναμη ν’ αρνηθεί.

Απότομα ο πρώτος απ’ τους Καβαλάρηδες σπιρούνισε τ’ άλογό του. Αυτό σταμάτησε στην άκρη του νερού και σηκώθηκε όρθιο. Με μεγάλη προσπάθεια ο Φρόντο κάθισε στητός κραδαίνοντας το σπαθί του. — Γυρίστε πίσω! φώναξε. Γυρίστε πίσω στη γη της Μόρντορ και μη μ’ ακολουθείτε πια!

Στ’ αυτιά του η φωνή του ακουγόταν ψιλή και διαπεραστική.

Οι Καβαλάρηδες σταμάτησαν. Ο Φρόντο όμως δεν είχε τη δύναμη του Μπομπαντίλ. Οι εχθροί του γέλασαν μαζί του μ’ ένα άγριο και παγερό γέλιο.

— Έλα πίσω! Έλα πίσω! φώναξαν. Θα σε πάρουμε στη Μόρντορ!

— Γυρίστε πίσω! ψιθύρισε.

— Το Δαχτυλίδι! Το Δαχτυλίδι! φώναξαν με φωνές θανατερές· κι αμέσως ο αρχηγός τους ενθάρρυνε το άλογό του να πάει μπροστά μες στο νερό, Δυο άλλοι τον ακολούθησαν.

— Μα την Έλμπερεθ και την Ωραία Λούθιεν, είπε ο Φρόντο σε μια τελευταία προσπάθεια, υψώνοντας το σπαθί του, ούτε εμένα, ούτε το Δαχτυλίδι θα πάρετε!

Τότε ο αρχηγός, που ήταν τώρα στα μισά του Περάσματος, ορθώθηκε στους αναβατήρες του απειλητικός και σήκωσε ψηλά το χέρι του. Ο Φρόντο βουβάθηκε. Ένιωσε τη γλώσσα του να κολλάει στο στόμα του και την καρδιά του να χτυπά με δυσκολία. Το σπαθί του έσπασε κι έπεσε απ’ το τρεμάμενο χέρι του. Το ξωτικο-άλογο σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και ρουθούνισε. Το πρώτο απ’ τα μαύρα άλογα είχε σχεδόν πατήσει στην όχθη.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βουητό, λες και κάτι ξεχυνόταν: ο δυνατός θόρυβος από νερά που παράσερναν πολλές πέτρες. Αμυδρά ο Φρόντο είδε το ποτάμι στα πόδια του να υψώνεται και κατεβαίνοντας να ’ρχεται ολόκληρη καβαλαρία από κύματα με λοφία. Άσπρες φλόγες φάνηκαν στο Φρόντο πως αναβόσβηναν στις κορφές τους και του μισοφάνηκε πως είδε ανάμεσα στα νερά άσπρους καβαλάρηδες, σ’ άσπρα άλογα με αφρισμένες χαίτες. Οι τρεις Καβαλάρηδες, που βρίσκονταν ακόμα στη μέση του περάσματος, κατακλύστηκαν: εξαφανίστηκαν, θαμμένοι απότομα κάτω από το θυμωμένο αφρό. Εκείνοι που είχαν μείνει πίσω τραβήχτηκαν απελπισμένοι.

Με τις αισθήσεις του μισοχαμένες ο Φρόντο άκουσε φωνές και του φάνηκε πως είδε, πέρα απ’ τους Καβαλάρηδες, που δίσταζαν στην όχθη, μια λαμπερή μορφή άσπρο φως γεμάτη. Πίσω της έτρεχαν μικρές σκοτεινές μορφές, ανεμίζοντας φλόγες, που άναβαν κόκκινες μες στη γκρίζα ομίχλη που σκέπαζε τον κόσμο.

Τα μαύρα άλογα φρένιασαν και, πηδώντας μπροστά μες στον τρόμο τους, πήραν τους αναβάτες τους μέσα στην ορμητική πλημμύρα. Οι διαπεραστικές κραυγές τους πνίγηκαν στο βουητό του ποταμού όπως τους παράσερνε μακριά. Τότε ο Φρόντο ένιωσε να πέφτει κάτω και το βουητό κι η σύγχυση του φάνηκαν να σηκώνονται και να τον καταπίνουν μαζί με τους εχθρούς του. Δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα πια.

ΜΕΡΟΣ II

Κεφάλαιο Ι

ΠΟΛΛΑ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ

Ο Φρόντο ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στην αρχή νόμισε πως είχε παρακοιμηθεί, ύστερα από κάποιο μεγάλο κι άσχημο όνειρο που ακόμα βρισκόταν μες στο μυαλό του. Ή μήπως ήταν άρρωστος; Το ταβάνι όμως του φαινόταν παράξενο· ήταν επίπεδο κι είχε σκουρόχρωμα δοκάρια πλούσια σκαλισμένα. Έμεινε έτσι ξαπλωμένος λίγο ακόμα και κοίταξε τα σχέδια που έκανε το φως του ήλιου στον τοίχο κι άκουγε το θόρυβο από κάποιο σιντριβάνι.

— Πού είμαι; Τι ώρα είναι; είπε δυνατά στο ταβάνι.

— Στο Σπίτι του Έλροντ κι είναι δέκα η ώρα το πρωί, είπε μια φωνή. Είναι πρωί είκοσι τέσσερις του Οκτώβρη, σαν θες να ξέρεις.

— Γκάνταλφ! φώναξε ο Φρόντο κι ανασηκώθηκε.

Και να τος ο γερο-μάγος καθισμένος σε μια καρέκλα πλάι στ’ ανοιχτό παράθυρο.

— Ναι, είπε, εδώ είμαι. Κι είσαι πολύ τυχερός που βρίσκεσαι κι εσύ εδώ, ύστερα απ’ όσες ανοησίες έκανες από τότε που έφυγες από το σπίτι σου.

Ο Φρόντο ξάπλωσε πάλι. Ένιωθε πολύ βολεμένος και ειρηνεμένος για να φέρει αντιρρήσεις και, έτσι κι αλλιώς, δε νόμιζε πως θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα στη συζήτηση. Τώρα ήταν εντελώς ξυπνητός και η θύμηση του ταξιδιού του επανερχόταν: το ολέθριο «κόψιμο δρόμου» μέσ’ απ’ το Παλιό το Δάσος· το «ατύχημα» στο Παιγνιδιάρικο Πόνυ· και η τρέλα του να φορέσει το Δαχτυλίδι στη μικρή κοιλάδα, κάτω από την Κορυφή των Καιρών. Όση ώρα σκεφτόταν όλ’ αυτά και προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί τον ερχομό του στο Σκιστό Λαγκάδι, είχε πέσει σιωπή που την έσπαζαν μόνο τα σιγανά παφ-πουφ της πίπας του Γκάνταλφ, καθώς ξεφυσούσε άσπρα δαχτυλίδια καπνού έξω απ’ το παράθυρο.