Выбрать главу

— Θες στ’ αλήθεια να πεις πως ο Γοργοπόδαρος είναι ένας απ’ τη φυλή των παλιών Βασιλιάδων; είπε ο Φρόντο απορώντας. Εγώ νόμιζα πως ήταν ένας Περιφερόμενος Φύλακας μονάχα.

— Ένας Περιφερόμενος Φύλακας μονάχα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Μα, καλέ μου Φρόντο, αυτό ακριβώς είναι οι Περιφερόμενοι Φύλακες: τα τελευταία απομεινάρια στο Βοριά ενός μεγάλου λαού, των Ανθρώπων της Λύσης. Αυτοί μ’ έχουν βοηθήσει και παλιότερα· και θα χρειαστώ τη βοήθειά τους στις μέρες που μας έρχονται· γιατί φτάσαμε μεν στο Σκιστό Λαγκάδι, αλλά το Δαχτυλίδι δεν τακτοποιήθηκε ακόμα.

— Μάλλον όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά ως τώρα, μοναδική μου σκέψη ήταν να φτάσω εδώ· κι ελπίζω πως δε θα χρειαστεί να πάω παραπέρα. Είναι πολύ ευχάριστο να ξεκουράζεσαι. Πέρασα ένα μήνα εξορία και περιπέτειες και βρίσκω πως μου φτάνουν και μου περισσεύουν.

Σώπασε κι έκλεισε τα μάτια του. Έπειτα από λίγο ξαναμίλησε.

— Κάνω το λογαριασμό, είπε, και δεν μπορώ να τα λογαριάσω μέχρι τις είκοσι τέσσερις του Οκτώβρη. Πρέπει να έχουμε είκοσι μία. Γιατί θα πρέπει να φτάσαμε στο Πέρασμα στις είκοσι.

— Εχεις μιλήσει κι έχεις λογαριάσει περισσότερο απ’ όσο σου κάνει καλό, είπε ο Γκάνταλφ. Πώς αισθάνεσαι τώρα το πλευρό σου και τον ώμο σου;

— Δεν ξέρω, απάντησε ο Φρόντο. Δεν τα αισθάνομαι καθόλου: που είναι βελτίωση, αλλά — έκανε μια προσπάθεια — μπορώ να κουνήσω το χέρι μου λίγο πάλι. Ναι, ξαναγυρίζει στη ζωή. Δεν είναι παγωμένο, πρόσθεσε, αγγίζοντας το αριστερό του χέρι με το δεξί.

— Ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Καλυτερεύει γρήγορα. Σε λίγο θα ’σαι καλά πάλι. Ο Έλροντ σε θεράπευσε: σε φρόντιζε μέρες ολόκληρες, από τότε που σ’ έφεραν εδώ.

— Μέρες; είπε ο Φρόντο.

— Δηλαδή τέσσερις νύχτες και τρεις μέρες, για την ακρίβεια. Τα Ξωτικά σ’ έφεραν απ’ το Πέρασμα τη νύχτα της εικοστής, εκεί που έχασες το μέτρημα. Ανησυχούσαμε πολύ κι ο Σαμ ούτε που άφηνε το πλευρό σου, μέρα νύχτα, εκτός για να κάνει κανένα θέλημα. Ο Έλροντ είναι σπουδαίος γιατρός, αλλά τα όπλα του Εχθρού είναι θανατερά. Και, για να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν είχα σχεδόν καμιά ελπίδα· γιατί υποψιαζόμουνα πως υπήρχε κάποιο κομματάκι απ’ τη λάμα του μαχαιριού ακόμα μέσα στην πληγή. Αλλά δεν μπορούσαμε να το βρούμε ως χτες το βράδυ. Τότε ο Έλροντ έβγαλε το κομματάκι. Είχε χωθεί βαθιά και προχωρούσε όλο και βαθύτερα.

Ο Φρόντο ανατρίχιασε όπως θυμήθηκε το απαίσιο μαχαίρι με τη σπασμένη μύτη που είχε εξαφανιστεί στα χέρια του Γοργοπόδαρου.

— Μην τρομάζεις! είπε ο Γκάνταλφ. Πάει τώρα. Έλιωσε. Και φαίνεται πως οι χόμπιτ δεν είναι πρόθυμοι να ξεθωριάσουν έτσι εύκολα. Έχω γνωρίσει αντρειωμένους πολεμιστές απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους που πολύ γρήγορα θα τους νικούσε το κομματάκι, που εσύ είχες δεκαεφτά μέρες μέσα σου.

— Τι θα μου έκαναν; ρώτησε ο Φρόντο. Τι προσπαθούσαν να πετύχουν οι Καβαλάρηδες;

— Προσπάθησαν να σου τρυπήσουν την καρδιά μ’ ένα μαχαίρι-Μόργκουλ, που μένει μέσα στην πληγή. Αν το είχαν καταφέρει, θα είχες γίνει σαν κι αυτούς, μόνο πιο αδύναμος και κάτω απ’ τις διαταγές τους. Θα γινόσουν φάντασμα κάτω απ’ την κυριαρχία του Σκοτεινού Άρχοντα· και θα σε βασάνιζε γιατί προσπάθησες να κρατήσεις το Δαχτυλίδι του, αν είναι δυνατό να υπάρχει μεγαλύτερο βασανιστήριο απ’ το να σ’ το πάρουν και να το βλέπεις στο χέρι του.

— Ευτυχώς και δεν είχα καταλάβει και καλά το φοβερό κίνδυνο! είπε ο Φρόντο. Φυσικά μου έτρεμε το φυλλοκάρδι, αλλά αν ήξερα περισσότερα, δε θα τολμούσα ούτε να κουνηθώ. Είναι θαύμα το πώς ξέφυγα!

— Ναι, η τύχη ή η μοίρα σε βοήθησαν, είπε ο Γκάνταλφ, για να μην πω και το θάρρος. Γιατί δεν άγγιξαν την καρδιά σου και μόνο ο ώμος σου τρυπήθηκε· κι αυτό, γιατί αντιστάθηκες ως το τέλος. Αλλά τη γλίτωσες παρά τρίχα, που λέμε. Διάτρεχες μεγαλύτερο κίνδυνο κάθε που έβγαζες το Δαχτυλίδι, γιατί τότε μισοβρισκόσουνα κι εσύ ο ίδιος στον κόσμο των φαντασμάτων και μπορούσαν να σε είχαν πιάσει. Τους έβλεπες εσύ, μα μπορούσαν κι αυτοί να σε δουν.

— Το ξέρω, είπε ο Φρόντο. Κι η όψη τους ήταν τρομερή! Αλλά γιατί μπορούσαμε όλοι να δούμε τ’ άλογά τους;

— Γιατί είναι αληθινά άλογα· ακριβώς όπως κι οι μαύροι μανδύες είναι πραγματικοί, που τους φορούν για να δίνουν σχήμα στην ανυπαρξία τους, κάθε φορά που έχουν δοσοληψίες με τους ζωντανούς.

— Τότε γιατί εκείνα τ’ άλογα ανέχονται τέτοιους καβαλάρηδες; Όλα τ’ άλλα ζώα τρομάζουν σαν πλησιάσουν κοντά, ακόμα και το ξωτικο-άλογο του Γκλορφίντελ. Τα σκυλιά ουρλιάζουν κι οι χήνες ξεφωνίζουν.

— Γιατί εκείνα τ’ άλογα είναι γεννημένα και μεγαλωμένα στην υπηρεσία του Μαύρου Άρχοντα στη Μόρντορ. Δεν είναι όλοι οι υπηρέτες του και τα πράγματά του φαντάσματα! Υπάρχουν ορκ και γίγαντες και λύκοι και λυκάνθρωποι· κι ήταν, κι ακόμα είναι, πολλοί Άνθρωποι, πολεμιστές και βασιλιάδες, που περπατούν ζωντανοί κάτω από τον Ήλιο κι είναι όμως κάτω από την εξουσία του. Κι ο αριθμός τους μεγαλώνει καθημερινά.