Выбрать главу

— Και το Σκιστό Λαγκάδι και τα Ξωτικά; Είναι το Σκιστό Λαγκάδι ασφαλισμένο;

— Ναι, προς το παρόν, μέχρι που να κυριευτούν όλα τ’ άλλα. Τα Ξωτικά μπορεί να φοβούνται το Σκοτεινό Άρχοντα και μπορεί να φεύγουν μπροστά του, αλλά ποτέ ξανά δε θα τον υπηρετήσουν. Κι εδώ στο Σκιστό Λαγκάδι ζουν ακόμα μερικοί απ’ τους κυριότερους εχθρούς του: οι Ξωτικο-σοφοί, άρχοντες των Έλνταρ πέρα απ’ τις πιο μακρινές θάλασσες. Αυτοί δε φοβούνται τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού γιατί, αυτοί που έχουν ζήσει στο Ευλογημένο Βασίλειο, ζουν ταυτόχρονα και στους δυο κόσμους κι έχουν μεγάλη δύναμη ενάντια και στα Ορατά και στα Αόρατα.

— Εγώ νόμισα πως είδα μια λευκή μορφή που έλαμπε και δεν ξεθώριασε σαν τις άλλες. Ήταν ο Γκλορφίντελ, λοιπόν;

— Ναι, τον είδες για μια στιγμή όπως είναι στην άλλη μεριά: ένας απ’ τους κραταιούς των Πρωτογέννητων. Είναι Ξωτικο-άρχοντας από πριγκιπική γενιά. Και πραγματικά υπάρχει δύναμη στο Σκιστό Λαγκάδι ν’ αντισταθεί στην ισχύ της Μόρντορ, για λίγο: αλλά κι άλλες δυνάμεις βρίσκονται ακόμα και σ’ άλλους τόπους. Υπάρχει δύναμη επίσης, άλλου όμως είδους, στο Σάιρ, Αλλά όλοι αυτοί οι τόποι γρήγορα θα γίνουν πολιορκημένα νησιά, αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι όπως πάνε. Ο Μαύρος Αρχοντας ετοιμάζει όλη του τη δύναμη.

» Μ’ όλα αυτά όμως, είπε και σηκώθηκε ξαφνικά απάνω πετάγοντας έ-ξο) το σαγόνι του. ενώ η γενειάδα του σκλήρυνε κι ίσιωσε σαν αγριεμένο σύρμα, πρέπει να μη χάσουμε το θάρρος μας. Γρήγορα θα γίνεις καλά, αν δε σε πεθάνω στην κουβέντα. Βρίσκεσαι στο Σκιστό Λαγκάδι και δε χρειάζεται να νοιάζεσαι για τίποτα προς το παρόν.

— Δεν έχω καθόλου θάρρος για να μην το χάσω, είπε ο Φρόντο, αλλά δε στενοχωριέμαι προς το παρόν. Πες μου τώρα νέα για τους φίλους μου και πες μου πώς τέλειωσε η περιπέτεια στο Πέρασμα, γιατί θα σε ρωτάω συνέχεια, και θα μου φτάσουν για την ώρα. Ύστερα θα ξαναπάρω έναν ύπνο, νομίζω· αλλά δε θα κλείσω μάτι αν δε μου τελειώσεις την ιστορία.

Ο Γκάνταλφ έφερε την καρέκλα του πλάι στο κρεβάτι κι έριξε μια ματιά στο Φρόντο. Το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στα μάγουλά του, τα μάτια του ήταν καθαρά κι ήταν τελείως ξύπνιος και σωματικά και πνευματικά. Χαμογελούσε κι έδειχνε μια χαρά. Αλλά τα μάτια του μάγου έβλεπαν μια ανεπαίσθητη αλλαγή, μια υποψία μόνο διαφάνειας πάνω του και ιδιαίτερα στο αριστερό του χέρι που ήταν απλωμένο πάνω από τα σκεπάσματα.

«Αλλ’ αυτό θα πρέπει να το περιμένει κανείς, είπε στον εαυτό του ο Γκάνταλφ. Δε βρίσκεται ούτε στα μισά ακόμα και πού θα καταλήξει στο τέλος ούτε κι ο Έλροντ δεν μπορεί να προβλέψει. Όχι σε κακό, νομίζω. Ίσως γίνει σαν κρύσταλλο γεμάτο φως καθάριο για να το βλέπουν όσα μάτια μπορούν».

— Φαίνεσαι μια χαρά, είπε δυνατά. Θα διακινδυνεύσω λίγα λόγια χωρίς να συμβουλευτώ τον Έλροντ. Αλλά πολύ λίγα, έτσι; Κι έπειτα πρέπει να κοιμηθείς ξανά. Να τι έγινε, απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω. Οι Καβαλάρηδες όρμησαν ίσια καταπάνω σου, αμέσως μόλις έτρεξες. Δε χρειάζονταν την καθοδήγηση των αλόγων τους πια: ήσουν ορατός γι’ αυτούς, γιατί βρισκόσουν κιόλας στο κατώφλι του κόσμου τους. Και, επιπλέον, τους τραβούσε και το Δαχτυλίδι. Οι φίλοι σου πήδηξαν στην άκρη του δρόμου, αλλιώς θα τους είχαν ποδοπατήσει. Αν δεν μπορούσε να σε σώσει το άσπρο άλογο, τίποτ’ άλλο δε σ’ έσωζε. Οι Καβαλάρηδες ήταν πολύ γρήγοροι για να τους προλάβουν και πάρα πολλοί για να τους αντιμετωπίσουν. Πεζοί ούτε ακόμα κι ο Γκλορφίντελ κι ο Άραγκορν μαζί δεν μπορούσαν να τα βάλουν και με τους Εννιά ταυτόχρονα.

» Μόλις τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού πέρασαν, οι φίλοι σου έτρεξαν από πίσω. Κοντά στο Πέρασμα έχει ένα μικρό βαθούλωμα στο πλάι του δρόμου που το σκεπάζουν μερικά κολοβωμένα δέντρα. Εκεί άναψαν στα γρήγορα φωτιά· γιατί ο Γκλορφίντελ ήξερε πως θα γινόταν πλημμύρα, αν οι Καβαλάρηδες προσπαθούσαν να περάσουν αντίπερα και τότε θα είχε ν’ αντιμετωπίσει όσους τυχόν γλίτωναν απ’ τη δική του μεριά του ποταμού. Αμέσως μόλις φάνηκε η πλημμύρα όρμησε, με τον Άραγκορν και τους άλλους πίσω του, με αναμμένα δαυλιά. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό, και βλέποντας έναν Ξωτικοάρχοντα τρομερό κι όλον θυμό, απελπίστηκαν και τ’ άλογά τους αφηνίασαν. Τους τρεις τους παράσυρε η πρώτη κατεβασιά του νερού· και τους άλλους τώρα τους πέταξαν μες στο νερό τ’ άλογά τους και πάνε.

— Δηλαδή αυτό είναι το τέλος των Μαύρων Καβαλάρηδων; ρώτησε ο Φρόντο.

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Τ’ άλογά τους θα πρέπει να χάθηκαν και δίχως αυτά είναι σακατεμένοι. Αλλά τα φαντάσματα του δαχτυλιδιού δεν καταστρέφονται έτσι εύκολα. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε. Οι φίλοι σου πέρασαν απέναντι σαν τέλειωσε η πλημμύρα και σε βρήκαν πεσμένο μπρούμυτα στην κορφή της όχθης μ’ ένα σπασμένο σπαθί από κάτω. Ήσουν χλωμός και παγωμένος και φοβήθηκαν πως ήσουν πεθαμένος ή και χειρότερα. Οι άνθρωποι του Έλροντ τους βρήκαν να σε μεταφέρουν αργά στο Σκιστό Λαγκάδι.