Выбрать главу

— Ξέρω τι έκανες, Σαμ, είπε ο Φρόντο, πιάνοντας του το χέρι. Αλλ’ απόψε θα διασκεδάσεις και θ’ ακούσεις όσα τραβάει η καρδιά σου. Εμπρός, δείξε μου το δρόμο!

Ο Σαμ τον πέρασε από πολλούς διαδρόμους και σκάλες και βγήκαν σ’ έναν υπερυψωμένο κήπο πάνω απ’ την απόκρημνη όχθη του ποταμού. Βρήκε τους φίλους του να κάθονται σε μια βεράντα στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Οι σκιές είχαν απλωθεί στην κοιλάδα κάτω, αλλά είχε ακόμα φως στα βουνά πέρα ψηλά. Ο αέρας ήταν ζεστός. Το νερό έτρεχε κελαρυστό και το δειλινό ήταν γεμάτο από μια λεπτή μυρωδιά δέντρων και λουλουδιών, λες και το καλοκαίρι αργοπορούσε ακόμα στους κήπους του Έλροντ.

— Ζήτω! φώναξε ο Πίπιν και τινάχτηκε όρθιος. Να κι ο σπουδαίος μας ξάδελφος! Ανοίξτε δρόμο να περάσει ο Φρόντο, ο Άρχοντας του Δαχτυλιδιού!

— Σουτ! είπε ο Γκάνταλφ μέσα απ’ τις σκιές στο βάθος της βεράντας. Κακοποιά όντα δεν έρχονται σε τούτη την κοιλάδα· αλλά, για καλό και για κακό, εμείς δεν πρέπει να ξεστομίζουμε τέτοια πράγματα. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δεν είναι ο Φρόντο, αλλά ο αφέντης του Μαύρου Πύργου της Μόρντορ, που η δύναμη του απλώνεται ξανά να σκεπάσει τον κόσμο! Εμείς εδώ βρισκόμαστε σ’ ένα φρούριο. Έξω όμως τα πράγματα σκοτεινιάζουν.

— Ο Γκάνταλφ όλο και λέει ένα σωρό τέτοια χαρούμενα πράγματα, είπε ο Πίπιν. Νομίζει πως χρειάζομαι πειθαρχία. Μου φαίνεται αδύνατο, κάπως, να νιώσω μελαγχολικός ή άκεφος σ’ αυτό εδώ το μέρος. Νιώθω πως θα μπορούσα να τραγουδήσω, αν ήξερα το κατάλληλο τραγούδι για την περίπτωση.

— Κι εγώ το ίδιο νιώθω, γέλασε ο Φρόντο. Αν και τούτη την ώρα προτιμώ να φάω και να πιω!

— Αυτό γρήγορα διορθώνεται, είπε ο Πίπιν. Έδειξες τη γνωστή σου πονηριά και σηκώθηκες πάνω στην ώρα του φαγητού.

— Και είναι κάτι παραπάνω από απλό φαγητό! Είναι συμπόσιο! είπε ο Μέρι. Μόλις ο Γκάνταλφ ανακοίνωσε πως ήσουν καλά, άρχισαν οι ετοιμασίες.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και χτύπησαν πολλά καμπανάκια, καλώντας τους στη μεγάλη αίθουσα.

Η μεγάλη αίθουσα του σπιτιού του Έλροντ ήταν γεμάτη κόσμο: Ξωτικά κυρίως, αν και ήταν και μερικοί άλλοι ξένοι. Ο Έλροντ, όπως το συνήθιζε, καθόταν σε μια μεγάλη πολυθρόνα στην κορφή ενός μακρόστενου τραπεζιού που ήταν πάνω σ’ ένα βάθρο· και δίπλα του απ’ τη μια μεριά καθόταν ο Γκλορφίντελ κι απ’ την άλλη ο Γκάνταλφ.

Ο Φρόντο τους κοίταζε απορημένος, γιατί δεν είχε ποτέ του δει τον Έλροντ, που γι’ αυτόν τόσες ιστορίες μιλούσαν· κι έτσι όπως καθόντουσαν στα δεξιά κι αριστερά του, ο Γκλορφίντελ. κι αυτός ακόμα ο Γκάνταλφ, που νόμιζε πως τον ήξερε τόσο καλά, αποκαλύπτονταν σαν άρχοντες σεβαστοί και δυνατοί.

Ο Γκάνταλφ ήταν πιο κοντός στο ανάστημα απ’ τους άλλους δυο· μα τα μακριά λευκά μαλλιά του, η πλούσια ασημένια γενειάδα του και οι φαρδιές του πλάτες τον έκαναν να φαίνεται σαν κάποιος σοφός βασιλιάς από αρχαίες ιστορίες. Στο γερασμένο του πρόσωπο, κάτω από μεγάλα χιονάτα φρύδια, τα μαύρα μάτια του ήταν σαν κάρβουνα που μπορούσαν να ξεπετάξουν ξαφνικά φλόγες.

Ο Γκλορφίντελ ήταν ψηλός και στητός· τα μαλλιά του ήταν χρυσάφι αστραφτερό και το πρόσωπό του πανέμορφο και νεανικό, ατρόμητο και γεμάτο χαρά· τα μάτια του ήταν λαμπερά και κοφτερά, κι η φωνή του σαν μουσική· σοφία καθόταν στο μέτωπό του και δύναμη στο χέρι του.

Το πρόσωπο του Έλροντ ήταν δίχως ηλικία, ούτε γέρικο ούτε νεανικό, αν και πάνω του ήταν γραμμένες αναμνήσεις πολλών πραγμάτων, και χαρούμενων και λυπητερών. Τα μαλλιά του ήταν σκουρόχρωμα στις σκιές του μισόφωτου και πάνω τους καθόταν ένα ασημένιο στεφάνι· τα μάτια του ήταν γκρίζα σαν το καθάριο δειλινό και μέσα τους είχαν ένα φως σαν το φως των άστρων. Έδειχνε σεβάσμιος σαν βασιλιάς στεφανωμένος με πολλούς χειμώνες και ταυτόχρονα εύρωστος σαν δοκιμασμένος πολεμιστής στην ακμή της δύναμής του. Ήταν ο Άρχοντας του Σκιστού Λαγκαδιού, παντοδύναμος ανάμεσα σε Ξωτικά κι Ανθρώπους.

Στη μέση του τραπεζιού, μπροστά σε κάτι υφαντά κρεμασμένα στον τοίχο, ήταν μια πολυθρόνα με ουρανό, κι εκεί καθόταν μια κυρά πεντάμορφη. Και τόσο έμοιαζε του Έλροντ που ο Φρόντο μάντεψε πως θα ήταν στενή του συγγενής. Ήταν νέα και ταυτόχρονα όχι. Οι πλεξούδες των μαύρων της μαλλιών δεν ήταν χιονισμένες, τα λευκά της μπράτσα και το καθαρό της πρόσωπο ήταν αψεγάδιαστα και δίχως ρυτίδες. Το φως των αστεριών κρυβόταν στα λαμπερά της μάτια, που ήταν γκρίζα σαν ασυννέφιαστη νύχτα. Έμοιαζε βασίλισσα όμως και στη ματιά της είχε σύνεση και γνώση που μόνο τα χρόνια φέρνουν. Πάνω απ’ το μέτωπο της το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο μ’ ένα σκουφάκι από ασημένια δαντέλα, κεντημένο με μικρά πετράδια που έλαμπαν άσπρα· αλλά το απαλό γκρίζο της φόρεμα δεν είχε κανένα στολίδι εκτός μια ζώνη από σκαλιστά ασημένια φύλλα.