— Και ο δικός σας λαός; ρώτησε ο Φρόντο.
— Πολλά μπορώ να πω, καλά και κακά, είπε ο Γκλόιν· κυρίως όμως καλά: ως τώρα είμαστε τυχεροί, αν και δε γλιτώνουμε τη σκιά των καιρών αυτών. Αν στ’ αλήθεια θέλεις να μάθεις για μας, θα σου πω τα νέα μας ευχαρίστως. Αλλά σταμάτησέ με σα βαρεθείς! Οι γλώσσες των νάνων τρέχουν σα μιλάνε για τα έργα τους, λένε.
Και μ’ αυτά τα λόγια, ο Γκλόιν άρχισε να εξιστορεί με λεπτομέρειες τα έργα του Βασιλείου των Νάνων. Ήταν καταγοητευμένος που είχε βρει έναν τόσο ευγενικό ακροατή· γιατί ο Φρόντο δεν έδειχνε κανένα σημάδι πως κουράστηκε και δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει το θέμα, αν κι εδώ που τα λέμε, γρήγορα μπερδεύτηκε ανάμεσα στα παράξενα ονόματα προσώπων και τόπων που ποτέ του δεν τα ’χε ξανακούσει. Χάρηκε όμως σαν άκουσε πως ο Ντάιν ήταν ακόμα Βασιλιάς κάτω απ’ το Βουνό και πως τώρα ήταν γέροντας (είχε περάσει τα διακόσια πενήντα), σεβάσμιος κι αμύθητα πλούσιος. Από τους δέκα συντρόφους που είχαν επιζήσει μετά τη Μάχη των Πέντε Στρατιών, εφτά βρίσκονταν ακόμα μαζί του: ο Ντουάλιν, ο Γκλόιν, ο Ντόρι, ο Νόρι, ο Μπίφουρ, ο Μπόφουρ κι ο Μπόμπουρ. Ο Μπόμπουρ τώρα ήταν τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να κουνηθεί απ’ το κρεβάτι του για να πάει στην καρέκλα του στο τραπέζι και χρειάζονταν έξι νέοι νάνοι για να τον σηκώσουν.
Και τι απόγιναν ο Μπάλιν, ο Όρι και ο Όιν; ρώτησε ο Φρόντο.
Μια σκιά πέρασε απ’ το πρόσωπο του Γκλόιν.
Δεν ξέρουμε, απάντησε. Και είναι κυρίως για τον Μπάλιν που έχω έρθει να γυρέψω τη συμβουλή αυτών που κατοικούν στο Σκιστό Λαγκάδι. Αλλά απόψε ας μιλήσουμε για πιο εύθυμα πράγματα!
Ο Γκλόιν άρχισε τότε να μιλά για τα έργα του λαού του και για τους μεγάλους του μόχθους στην Πόλη της Κοιλάδας και κάτω απ’ το βουνό.
— Τα πήγαμε καλά, είπε. Αλλά στην κατεργασία των μετάλλων δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους προγόνους μας και πολλά απ’ τα μυστικά τους έχουν χαθεί. Φτιάχνουμε καλές πανοπλίες και κοφτερά σπαθιά, αλλά δεν μπορούμε τώρα να ξαναφτιάξουμε αλυσιδωτούς θώρακες ή λάμες σαν μ αυτές που φτιάχνονταν πριν τον ερχομό τού δράκου. Μόνο στη μεταλλωρυχία και στην αρχιτεκτονική έχουμε ξεπεράσει τους παλιούς. Πρέπει να δεις τα πλωτά κανάλια της Πόλης της Κοιλάδας, Φρόντο, και τα βουνά και τις λίμνες! Πρέπει να δεις τους πολύχρωμους λιθοστρωμένους δρόμους! Και τις αίθουσες και τους δρόμους κάτω από τη γη με καμάρες σκαλισμένες να μοιάζουν με δέντρα· και τις πεζούλες και τους πύργους στις πλαγιές των βουνών! Τότε θα ’βλεπες πως δε μείναμε αργοί.
— Θα έρθω και θα τα δω, αν ποτέ μπορέσω, είπε ο Φρόντο. Πόσο έκπληκτος θα ’μενε ο Μπίλμπο αν έβλεπε όλες αυτές τις αλλαγές εκεί που ήταν άλλοτε η Ερημιά του Νοσφιστή!
Ο Γκλόιν κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.
— Τον αγαπούσες πολύ τον Μπίλμπο, δεν είναι έτσι; ρώτησε.
— Ναι, απάντησε ο Φρόντο. Θα προτιμούσα να έβλεπα αυτόν αντί για όλους τους πύργους και τα παλάτια του κόσμου.
Κάποτε το συμπόσιο τελείωσε. Ο Έλροντ και η Άργουεν σηκώθηκαν και προχώρησαν στο βάθος και η συντροφιά τους ακολούθησε σύμφωνα με την ανάλογη τάξη. Οι πόρτες άνοιξαν και αφού πέρασαν ένα φαρδύ διάδρομο κι άλλες πόρτες, έφτασαν σε μια άλλη αίθουσα. Εκεί δεν είχε τραπέζια, αλλά μια ζωηρή φωτιά έκαιγε σ’ ένα μεγάλο τζάκι ανάμεσα στις σκαλισμένες κολόνες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά.
Ο Φρόντο βρέθηκε να περπατά μαζί με τον Γκάνταλφ. — Αυτή είναι η Αίθουσα της Φωτιάς, είπε ο μάγος. Εδώ θ’ ακούσεις πολλά τραγούδια κι ιστορίες — αν τα καταφέρεις να μη σε πάρει ο ύπνος. Αλλά, εκτός από εξαιρετικές μέρες, είναι συνήθως άδεια και ήσυχη και έρχονται εδώ όσοι θέλουν να ηρεμήσουν και να αυτοσυγκεντρωθούν. Εδώ έχει πάντα αναμμένη φωτιά, όλο το χρόνο, αλλά δεν έχει σχεδόν από πουθενά αλλού φως.
Μόλις ο Έλροντ μπήκε και πήγε προς το κάθισμα το ετοιμασμένο γι’ αυτόν, ζωτικά τροβαδούροι άρχισαν γλυκιά μουσική. Αργά αργά η αίθουσα γέμισε κι ο Φρόντο κοίταζε με απόλαυση τα διάφορα πρόσωπα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί· το χρυσαφένιο φως της φωτιάς έπαιζε και χρυσαυγιζε στα μαλλιά τους. Ξαφνικά πρόσεξε, όχι μακριά απ’ τη φωτιά, μια μικρή σκοτεινή μορφή καθισμένη σ’ ένα σκαμνί με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια κολόνα. Δίπλα στο πάτωμα είχε ένα ποτήρι και λίγο ψωμί. Ο Φρόντο αναρωτήθηκε μήπως ήταν άρρωστος (αν αρρώσταινε ποτέ κανείς στο Σκιστό Λαγκάδι), και δεν είχε μπορέσει να έρθει στο τραπέζι. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο στήθος, λες και κοιμόταν και ο μανδύας του ήταν τραβηγμένος και του σκέπαζε το πρόσωπο.