Выбрать главу

Ο Έλροντ προχώρησε και στάθηκε πλάι στη σιωπηλή μορφή. - Ξύπνα, μικρούλη κύριε! είπε μ’ ένα χαμόγελο.

Έπειτα γυρίζοντας στο Φρόντο, του έκανε νόημα να πλησιάσει.

— Τώρα, επιτέλους, έφτασε η ώρα που τόσο πολύ ποθούσες, Φρόντο, είπε. Να ένας φίλος σου που τον επιθυμούσες εδώ και πολύ καιρό.

Η σκοτεινή μορφή σήκωσε το κεφάλι και ξεσκέπασε το πρόσωπό της.

— Μπίλμπο! φώναξε ο Φρόντο αναγνωρίζοντάς τον ξαφνικά και όρμησε μπροστά.

— Γεια σου, Φρόντο νεαρέ μου! είπε ο Μπίλμπο. Λοιπόν, έφτασες, εδώ επιτέλους. Το ’λπιζα πως θα τα κατάφερνες. Μπράβο, μπράβο! Κι όλες αυτές οι χαρές και τα πανηγύρια γίνονται προς τιμή σου, ακούω. Φαντάζομαι να διασκέδασες;

— Γιατί δεν ήσουν εκεί; φώναξε ο Φρόντο. Και γιατί δε μ’ άφησαν να σε δω πιο πριν;

— Γιατί κοιμόσουνα. Εγώ σε είδα εσένα και με το παραπάνω. Καθόμουν στο προσκέφαλό σου μαζί με το Σαμ κάθε μέρα. Αλλά όσο για το τραπέζι, δε μου αρέσουν και πολύ κάτι τέτοια τώρα. Κι είχα και κάτι άλλο να κάνω.

— Δηλαδή, τι έκανες;

— Να, καθόμουν και σκεφτόμουν. Σκέφτομαι πολύ τούτο τον καιρό κι εδώ μέσα είναι το καλύτερο μέρος για να το κάνεις, γενικά. Να ξυπνήσω, αλήθεια! είπε, γυρίζοντας κατά τον Έλροντ, το μάτι του ζωηρό και λαμπερό δίχως ο Φρόντο να μπορεί να διακρίνει το παραμικρό σημάδι νύστας. Να ξυπνήσω! Δεν κοιμόμουνα, Άρχοντα Έλροντ. Και σα θέλεις να ξέρης, ήρθατε εδώ μέσα όλοι σας απ’ το τραπέζι πολύ νωρίς και με διακόψατε — στη μέση που έφτιαχνα ένα τραγούδι. Είχα κολλήσει σε καμιά δυο γραμμές και τις σκεφτόμουν· τώρα όμως δε νομίζω πως θα τις φέρω ποτέ σε λογαριασμό. Θ’ αρχίσουν τα τραγούδια κι όλες οι ιδέες θα μου φύγουν ολότελα μέσ’ απ’ το κεφάλι μου. Θα πρέπει να βρω το φίλο μου τον Ντούνανταν να με βοηθήσει. Πού είναι;

Ο Έλροντ γέλασε.

— Θα τον βρούμε, είπε. Έπειτα εσείς οι δυο θα πάτε σε μια γωνιά και θα τελειώσετε τη δουλειά σας κι εμείς θα την ακούσουμε και θα την κρίνουμε πριν τελειώσουμε τη διασκέδαση.

Έστειλαν λοιπόν να βρούνε το φίλο του Μπίλμπο, αν και κανείς δεν ήξερε πού ήταν, ή γιατί απουσίασε απ’ το τραπέζι.

Στο μεταξύ ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο κάθισαν πλάι πλάι κι ο Σαμ ήρθε γρήγορα και κάθισε κοντά τους. Πιάσαν την κουβέντα χαμηλόφωνα, αδιαφορώντας για τα γέλια και τη μουσική ολόγυρά τους στην αίθουσα. Ο Μπίλμπο δεν είχε πολλά να πει για τον εαυτό του. Σαν άφησε το Χόμπιτον πλανήθηκε χωρίς σκοπό, ακολουθώντας το Δρόμο, ή δεξιά κι αριστερά τις εξοχές· αλλά ασυναίσθητα τραβούσε συνέχεια για το Σκιστό Λαγκάδι.

— Έφτασα εδώ δίχως πολλές περιπέτειες, είπε, κι αφού ξεκουράστηκα, πήγα με τους νάνους στην Πόλη της Κοιλάδας· το τελευταίο μου ταξίδι.

Δε θα ταξιδέψω ξανά. Ο γερο-Μπάλιν είχε φύγει μακριά. Ύστερα γύρισα εδώ, κι εδώ κάθομαι. Όλο και κάτι κάνω. Έχω προχωρήσει πιο κάτω το βιβλίο μου, Και, φυσικά, φτιάχνω και κανένα τραγούδι. Τα τραγουδούν πότε πότε: μόνο και μόνο για να μ’ ευχαριστήσουν, νομίζω· γιατί, βέβαια, δεν είναι στ’ αλήθεια άξια για το Σκιστό Λαγκάδι. Και κάθομαι κι ακούω και συλλογιέμαι. Ο καιρός δε φαίνεται να περνά εδώ: απλώς υπάρχει. Είναι σπουδαίο τούτο δω το μέρος, γενικά.

» Μαθαίνω όλων των λογιών τα νέα, από πέρα απ’ τα Βουνά, μακριά απ’ το Νοτιά, μα σχεδόν τίποτα απ’ το Σάιρ. Έμαθα, βέβαια, για το Δαχτυλίδι. Ο Γκάνταλφ ερχόταν συχνά εδώ. Όχι πως μου λέει και πολλά, έχει γίνει ακόμα πιο λιγομίλητος τα τελευταία τούτα χρόνια. Ο Ντούνανταν μου έχει πει περισσότερα. Για φαντάσου, να κάνει τέτοια φασαρία εκείνο το δαχτυλίδι μου! Κρίμα που ο Γκάνταλφ δεν ανακάλυψε τι ήταν πιο γρήγορα, θα μπορούσα να το είχα φέρει εδώ εγώ ο ίδιος προ πολλού δίχως τόση φασαρία. Σκέφτηκα αρκετές φορές να πάω πίσω στο Χόμπιτον να το φέρω· αλλά γερνάω και δε θέλανε να μ’ αφήσουν: ο Γκάνταλφ κι ο Έλροντ, δηλαδή. Έδειχναν να νομίζουν πως ο Εχθρός κινούσε γη και ουρανό για να με βρει και πως θα μ’ έκανε κιμά, αν μ’ έπιανε να παραπατάω δώθε κείθε στην Ερημιά.

» Κι ο Γκάνταλφ έλεγε: “Το Δαχτυλίδι πήγε σ’ άλλον, Μπίλμπο. Δε θα πρόσφερε τίποτα καλό ούτε σ’ εσένα ούτε σε άλλους αν προσπαθούσες πάλι ν’ ανακατευτείς μαζί του”. Ήταν πολύ παράξενα λόγια, ίδια ο Γκάνταλφ. Αλλά μου είπε πως σε πρόσεχε κι έτσι δεν επέμενα. Είμαι τρομερά χαρούμενος που σε βλέπω γερό κι ασφαλισμένο.

Σταμάτησε και κοίταξε το Φρόντο μ’ αμφιβολία.

— Το έχεις εδώ; ρώτησε ψιθυριστά. Δεν μπορώ να μη νιώθω περιέργεια, ξέρεις, έπειτα απ’ όλα όσα έχω ακούσει. Πολύ θα ’θελα να του ’ριχνα μια μικρή ματιά ξανά.