— Ναι, το έχω, απάντησε ο Φρόντο, νιώθοντας μια παράξενη απροθυμία. Είναι το ίδιο, όπως ήταν πάντα.
— Εγώ όμως θα ’θελα να το δω μια στιγμούλα, είπε ο Μπίλμπο. Τότε που ντυνόταν ο Φρόντο είχε ανακαλύψει πως την ώρα που κοιμόταν του είχαν κρεμάσει το Δαχτυλίδι στο λαιμό με μια καινούρια αλυσίδα, ελαφριά αλλά γερή. Αργά το τράβηξε έξω. Ο Μπίλμπο άπλωσε το χέρι του. Μα ο Φρόντο γρήγορα τράβηξε πίσω το Δαχτυλίδι. Με μεγάλη απελπισία κι έκπληξη διαπίστωσε πως δεν έβλεπε πια τον Μπίλμπο· μια σκιά φαινόταν να έχει πέσει ανάμεσά τους και μέσ’ απ’ αυτή βρέθηκε να κοιτάζει ένα μικρό ζαρωμένο πλάσμα με πεινασμένη όψη και κσκαλιάρικα ψαχουλευτά χέρια. Ένιωσε την επιθυμία να το χτυπήσει.
Η μουσική και τα τραγούδια γύρω τους φάνηκαν να κομπιάζουν και μια σιωπή απλώθηκε. Ο Μπίλμπο κοίταξε γρήγορα το πρόσωπο του Φρόντο και πέρασε το χέρι του πάνω από τα μάτια του.
— Καταλαβαίνω τώρα, είπε. Κρύψε το! Λυπάμαι: λυπάμαι που σου ’πεσε αυτό το φορτίο: λυπάμαι για όλα. Δεν τελειώνουν ποτέ οι περιπέτειες; Μάλλον όχι. Πάντα κάποιος άλλος πρέπει να συνεχίσει την ιστορία. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Αξίζει άραγε που προσπαθώ να τελειώσω το βιβλίο μου; Αλλά ας μη νοιαζόμαστε γι’ αυτό τώρα — ας ακούσουμε μερικά αληθινά Νέα! Πες μου ό,τι ξέρεις για το Σάιρ.
Ο Φόντο έκρυψε το Δαχτυλίδι και η σκιά πέρασε και σχεδόν ξεχάστηκε τελείως. Το φως κι η μουσική του Σκιστού Λαγκαδιού απλώθηκαν γύρω του ξανά. Ο Μπίλμπο χαμογελούσε και γελούσε χαρούμενα. Οτιδήποτε νέο απ’ το Σάιρ είχε να πει ο Φρόντο —με τη βοήθεια και τα διορθώματα, πότε πότε, του Σαμ — είχε πολύ ενδιαφέρον για τον Μπίλμπο, απ’ το κόψιμο του πιο μικρού δέντρου ως τα καμώματα του πιο μικρού πιτσιρικά στο Χόμπιτον. Είχαν αφοσιωθεί στα γεγονότα των Τεσσάρων Μοιρών [όσο, που δεν πήραν είδηση τον ερχομό ενός ανθρώπου ντυμένου στα σκούρα πράσινα. Για αρκετά λεπτά κάθισε και τους κοίταζε μ’ ένα χαμόγελο.
Ξαφνικά ο Μπίλμπο σήκωσε το κεφάλι.
— Α, εδώ είσαι επιτέλους, Ντούνανταν! φώναξε.
— Γοργοπόδαρε! είπε ο Φρόντο. Φαίνεται να έχεις πολλά ονόματα.
— Λοιπόν, Γοργοπόδαρος είναι ένα που δεν το είχα ξανακούσει οπωσδήποτε, είπε ο Μπίλμπο. Γιατί τον φωνάζεις έτσι;
— Έτσι με φωνάζουν στο Μπρι, είπε ο Γοργοπόδαρος γελώντας, κι έτσι μας σύστησαν.
— Κι εσύ, γιατί τον φωνάζεις Ντούνανταν; ρώτησε ο Φρόντο.
— Ο Ντούνανταν, είπε ο Μπίλμπο. Έτσι τον φωνάζουν συχνά εδώ. Αλλά νόμιζα πως ήξερες αρκετά απ’ τη Γλώσσα των Ξωτικών ώστε να ξέρεις τουλάχιστον το dún-adan: Άνθρωπος της Δύσης, Νουμενόριαν. Αλλά τώρα δεν είναι ώρα για μαθήματα! Γύρισε στον Γοργοπόδαρο. Πού ήσουν, φίλε μου; Γιατί δεν ήσουν στο τραπέζι; Η Κυρά η Άργουεν ήταν εκεί.
Ο Γοργοπόδαρος κοίταξε τον Μπίλμπο σοβαρά.
— Το ξέρω, είπε. Αλλά πολλές φορές πρέπει να παραμερίζω τις διασκεδάσεις. Ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ γύρισαν απρόσμενα απ’ την ερημιά κι είχαν νέα που ήθελα να τ’ ακούσω αμέσως.
— Λοιπόν, καλέ μου άνθρωπε, είπε ο Μπίλμπο σοβαρά, τώρα που τ’ άκουσες τα νέα. μπορείς να μου χαρίσεις ένα λεπτό; Θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι επείγον. Ο Έλροντ λέει πως πρέπει τούτο δω το τραγούδι μου να τελειώσει απόψε κι έχω κολλήσει. Πάμε σε μια γωνιά να το δουλέψουμε.
Ο Γοργοπόδαρος χαμογέλασε.
— Έλα, λοιπόν! είπε. Πες το να το ακούσω.
Ο Φρόντο έμεινε μονάχος για λίγο, γιατί ο Σαμ είχε αποκοιμηθεί. Ήταν μονάχος κι ένιωθε κάπως εγκαταλειμμένος, αν και παντού γύρω του ήταν μαζεμένα τα Ξωτικά του Σκιστού Λαγκαδιού. Αλλ’ αυτοί που ήταν κοντά του ήταν σιωπηλοί, αφοσιωμένοι στη μουσική των φωνών και των οργάνων και δεν πρόσεχαν τίποτ’ άλλο. Ο Φρόντο άρχισε να προσέχει κι αυτός.
Στην αρχή η ομορφιά κι η μελωδία των λέξεων στη Γλώσσα των Ξωτικών, αν και πολύ λίγο καταλάβαινε, τον μάγεψαν, αμέσως μόλις άρχισε να δίνει προσοχή. Σχεδόν του φαινόταν πως οι λέξεις παίρναν σχήμα, κι οράματα από χώρες μακρινές και φωτερά πράγματα, που δεν είχε ποτέ του φανταστεί, ανοίχτηκαν μπροστά του· και το φως της φωτιάς έγινε χρυσή ομίχλη πάνω από αφρισμένες θάλασσες που αναστέναζαν στις άκρες του κόσμου. Έπειτα η μαγεία γινόταν όλο και πιο πολύ σαν όνειρο, μέχρι που ένιωσε πως ένας ατέλειωτος ποταμός, φουσκωμένος, χρυσός κι ασημένιος, κυλούσε πάνωθέ του κι ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να καταλάβει το σχήμα του· έγινε ένα με τον αέρα που έσφυζε γύρω του και τον μούσκεψε, τον καταπόντισε. Γοργά βούλιαξε κάτω απ’ το αστραφτερό του βάρος στο βαθύ βασίλειο του ύπνου.
Εκεί πλανήθηκε ώρα πολλή σ’ ένα όνειρο όλο μουσική που μεταμορφώθηκε σε νερό που κυλά κι έπειτα ξαφνικά σε φωνή. Φαινόταν να είναι η φωνή του Μπίλμπο να ψέλνει στίχους. Στην αρχή αμυδρές κι ύστερα πιο καθαρές έτρεχαν οι λέξεις.