Το ψάλσιμο σταμάτησε. Ο Φρόντο άνοιξε τα μάτια του και είδε πως ο Μπίλμπο ήταν καθισμένος σ’ ένα σκαμνί μ’ έναν κύκλο ακροατών γύρω του, που χαμογελούσαν και χειροκροτούσαν.
— Τώρα καλά θα κάνουμε να το ξανακούσουμε, είπε ένα Ξωτικό.
Ο Μπίλμπο σηκώθηκε και υποκλίθηκε.
— Με κολακεύεις, Λίντιρ, είπε. Αλλά θα ήταν πολύ κουραστικό να το ξαναπώ όλο.
Όχι πολύ κουραστικό για σένα, απάντησαν τα Ξωτικά γελώντας. Αφού το ξέρεις πως ποτέ δεν κουράζεσαι ν’ απαγγέλλεις τους δικούς σου τους στίχους. Αλλά, αλήθεια, δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση στην ερώτησή σου με μια φορά που τ’ ακούσαμε!
— Τι! φώναξε ο Μπίλμπο. Δεν μπορείτε να πείτε ποια κομμάτια είναι δικά μου και ποια του Ντούνανταν;
— Δεν είναι εύκολο να βρούμε τη διαφορά ανάμεσα σε δυο θνητούς, είπε το Ξωτικό.
Ανοησίες, Λίντιρ, ξεφύσηξε ο Μπίλμπο. Αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις έναν Άνθρωπο από ένα χόμπιτ, τότε η κρίση σου είναι χειρότερη απ’ ό,τι φανταζόμουν. Εμείς ξεχωρίζουμε όπως ο αρακάς απ’ τα μήλα.
Ίσως. Στα πρόβατα, τ’ άλλα πρόβατα σίγουρα φαίνονται διαφορετικά, γέλασε ο Λίντιρ. Ή στους τσοπάνηδες. Αλλά εμείς δε μελετάμε τους Θνητούς. Έχουμε άλλες δουλειές.
— Δε θα διαφωνήσω μαζί σου, είπε ο Μπίλμπο. Νύσταξα ύστερα από τόση μουσική και τραγούδι. Σ’ αφήνω να μαντέψεις, αν θέλεις. Σηκώθηκε και πλησίασε το Φρόντο.
— Λοιπόν, πάει τέλειωσε, είπε χαμηλόφωνα. Πήγε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Δε μου ζητούν συχνά να πω κάτι για δεύτερη φορά. Πώς σου φάνηκε;
— Δε σκοπεύω ν’ αρχίσω να μαντεύω, είπε ο Φρόντο χαμογελώντας.
— Δε χρειάζεται, είπε ο Μπίλμπο. Και για να πούμε την αλήθεια ήταν όλο δικό μου. Ο Άραγκορν μόνο επέμενε να γράψω και για ένα πράσινο πετράδι. Φαινόταν να το θεωρεί σπουδαίο. Δεν ξέρω γιατί. Αλλιώς ήταν φανερό ότι θεωρούσε πως όλο το ποίημα ήταν πιο πάνω από μένα και είπε πως, αν είχα το θράσος να φτιάχνω στίχους για τον Εαρέντιλ στο σπίτι του Έλροντ, αυτό ήταν δική μου δουλειά. Φαντάζομαι πως είχε δίκιο.
— Λεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Εμένα μου φάνηκε κάπως ταιριαχτό, αν και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μισοκοιμόμουν σαν άρχισες και μου φάνηκε λες και συνέχιζε κάτι που ονειρευόμουν. Δεν κατάλαβα πως στ’ αλήθεια μιλούσες εσύ παρά στο τέλος σχεδόν.
— Είναι δύσκολο να κρατηθείς ξυπνητός εδώ, μέχρι που να το συνηθίσεις, είπε ο Μπίλμπο. Όχι πως οι χόμπιτ μπορούν ποτέ ν’ αποκτήσουν την ίδια όρεξη που έχουν τα Ξωτικά για μουσική και ποιήματα και ιστορίες. Δείχνουν πως τους αρέσουν τόσο όσο και το φαΐ, για να μην πω και παραπάνω. Θα εξακολουθήσουν για πολλή ώρα ακόμα. Τι θα ’λεγες να ξεγλιστρούσαμε κάπου πιο ήσυχα για να κουβεντιάσουμε;
— Μπορούμε; είπε ο Φρόντο.
Και βέβαια. Τώρα διασκεδάζουμε, δε δουλεύουμε. Μπορείς να ’ρχεσαι και να φεύγεις όπως θέλεις, αρκεί να μην κάνεις φασαρία.
Σηκώθηκαν κι αποτραβήχτηκαν ήσυχα στις σκιές και πήγαν κατά την πόρτα. Το Σαμ τον άφησαν να κοιμάται βαθιά μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Παρά τη χαρά του για τη συντροφιά του Μπίλμπο, ο Φρόντο ένιωσε να λυπάται λιγάκι την ώρα που έβγαιναν απ’ την Αίθουσα της Φωτιάς. Όπως περνούσαν το κατώφλι, μια καθάρια φωνή υψώθηκε σε τραγούδι.
Ο Φρόντο κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε πίσω. Ο Έλροντ βρισκόταν στο κάθισμά του και η φωτιά στο πρόσωπό του ήταν σαν το φως του καλοκαιριού πάνω στα δέντρα. Κοντά του καθόταν η Αρχόντισσα Άργουεν. Ο Φρόντο έκπληκτος είδε πως ο Άραγκορν στεκόταν πλάι της· ο σκουρόχρωμος μανδύας του ήταν ριγμένος πίσω και φαινόταν να φοράει αλυσιδωτό ξωτικο-θώρακα κι ένα αστέρι έλαμπε στο στήθος του. Κουβέντιαζαν μαζί και τότε, ξαφνικά, του φάνηκε του Φρόντο πως η Άργουεν γύρισε προς το μέρος του και το φως των ματιών της έπεσε πάνω του από μακριά και του πέρασε την καρδιά πέρα ως πέρα.