Στάθηκε μαγεμένος ακόμα, ενώ οι γλυκιές λέξεις του ξωτικοτράγουδου έβγαιναν σαν αψεγάδιαστα πετράδια, λόγια ταιριασμένα με μελωδία.
— Είναι τραγούδι για την Έλμπερεθ, είπε ο Μπίλμπο. Θα πουν αυτό κι άλλα ακόμα τραγούδια απ’ την Ευλογημένη Χώρα, πολλές φορές απόψε. Έλα!
Οδήγησε το Φρόντο στο μικρό του καμαράκι. Είχε θέα στους κήπους κι έβλεπε νότια πέρα απ’ τη χαράδρα του Μπρούινεν. Κάθισαν εκεί γι’ αρκετή ώρα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τα λαμπερά αστέρια πάνω απ’ τα δάση που σκαρφάλωναν στις απότομες πλαγιές και κουβέντιαζαν σιγανά. Δε μίλησαν πια για τα μικρά νέα του Σάιρ εκεί μακριά, ούτε για τις μαύρες σκιές και τους θανάσιμους κινδύνους που τους κύκλωναν, αλλά για τα όμορφα πράγματα του κόσμου που είχαν δει μαζί, για τα Ξωτικά, τ’ αστέρια, τα δέντρα και τον ήμερο ερχομό του τέλους της χρονιάς στο δάσος.
Τέλος ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.
— Με το συμπάθιο, είπε ο Σαμ, βάζοντας μέσα το κεφάλι, μα σκέφτηκα μήπως θέλετε τίποτα.
Κι εσύ συμπάθα εμάς, Σαμ Γκάμγκη, απάντησε ο Μπίλμπο. Φαντάζομαι πως θες να πεις πως είναι ώρα να πάει τ’ αφεντικό σου για ύπνο.
— Ε, να, κύριε, έχει συμβούλιο αύριο νωρίς, καταπώς ακούω, και σηκώθηκε μόλις σήμερα για πρώτη φορά.
— Έχεις πολύ δίκιο, Σαμ, γέλασε ο Μπίλμπο. Τρέξε και πες στον Γκάνταλφ πως πήγε για ύπνο. Καληνύχτα, Φρόντο! Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που σε ξαναείδα! Λοιπόν, δεν έχει άλλους σαν τους χόμπιτ σαν είναι να κουβεντιάσεις και να το ευχαριστηθείς. Γερνάω κι έχω αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι αν θα ζήσω να δω τα δικά σας κεφάλαια στην ιστορία. Καληνύχτα! Θα κάνω μια βόλτα στον κήπο, μου φαίνεται, να ρίξω μια ματιά στ’ αστέρια της Έλμπερεθ, καλόν ύπνο!
Κεφάλαιο II
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΕΛΡΟΝΤ
Το άλλο πρωί ο Φρόντο ξύπνησε νωρίς. Ένιωθε καλά και ήταν φρέσκος φρέσκος. Έκανε μια βόλτα στις πεζούλες πάνω απ’ τον Μπρούινεν που κυλούσε με θόρυβο και είδε το χλωμό, δροσερό ήλιο ν’ ανατέλλει πάνω απ’ τα μακρινά βουνά και να φωτίζει κάτω στέλνοντας λοξές ακτίνες μέσ’ απ’ τη λεπτή ασημένια ομίχλη. Οι δροσοσταλίδες πάνω στα κίτρινα φύλλα λαμπύριζαν και αραχνοΰφαντα δίχτυα σπίθιζαν σε κάθε θάμνο. Ο Σαμ περπατούσε δίπλα του δίχως να λέει τίποτα, μόνο μυριζόταν τον αέρα και κοιτούσε κάθε τόσο με θαυμασμό στα μάτια τα μεγάλα βουνά στην Ανατολή. Το χιόνι ήταν κάτασπρο στις κορφές τους.
Σ’ ένα κάθισμα κομμένο στο βράχο, πλάι σε μια στροφή, συνάντησαν τον Γκάνταλφ με τον Μπίλμπο αφοσιωμένους να κουβεντιάζουν.
— Γεια σας! Καλημέρα! είπε ο Μπίλμπο. Είστε έτοιμοι για το μεγάλο συμβούλιο;
— Νιώθω έτοιμος για οτιδήποτε, απάντησε ο Φρόντο. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα θα ’θελα σήμερα να περπατήσω και να εξερευνήσω την κοιλάδα. Θα ’θελα να πάω σ’ εκείνα τα πευκοδάση εκεί πάνω.
Κι έδειξε ψηλά κατά το βοριά.
— Ίσως αργότερα να βρεις την ευκαιρία, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλ’ ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε σχέδια. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που πρέπει ν’ ακουστούν και ν’ αποφασιστούν σήμερα.
Ξαφνικά εκεί που μιλούσαν αντήχησε μια φορά ο καθαρός ήχος ενός κουδουνιού.
— Να και το κουδούνι που μας ειδοποιεί για το συμβούλιο του Έλροντ, φώναξε ο Γκάνταλφ. Εμπρός, πάμε! Κι εσύ κι ο Μπίλμπο χρειάζεστε.
Ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο ακολούθησαν βιαστικά το μάγο στο στριφογυριστό μονοπάτι για το σπίτι. Πίσω τους, απρόσκλητος και για την ώρα ξεχασμένος, βιάστηκε ο Σαμ.
Ο Γκάνταλφ τους οδήγησε στη βεράντα εκείνη που ο Φρόντο είχε βρει τους φίλους του το προηγούμενο βραδάκι. Τώρα το φως του φθινοπωριάτικου πρωινού έλαμπε στην κοιλάδα. Απ’ τον αφρισμένο ποταμό ανέβαινε το βουητό απ’ τα τρεχούμενα νερά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και μια αληθινή ειρήνη απλωνόταν στη γη. Στο Φρόντο, η επικίνδυνη φυγή του και οι φήμες για το σκοτάδι που μεγάλωνε στον κόσμο έξω, φαινόταν κιόλας σαν αναμνήσεις μόνο ενός άσχημου όνειρου. Αλλά τα πρόσωπα που γύρισαν να τους υποδεχτούν καθώς μπήκαν ήταν σοβαρά.
Ήταν εκεί ο Έλροντ κι αρκετοί άλλοι, καθισμένοι σιωπηλά γύρω του. Ο Φρόντο είδε τον Γκλορφίντελ και τον Γκλόιν, και σε μια γωνιά μοναχός του καθόταν ο Γοργοπόδαρος, ντυμένος πάλι με τα παλιά του ρούχα τα ταλαιπωρημένα απ’ τα ταξίδια. Ο Έλροντ έβαλε το Φρόντο να καθίσει σε μια θέση δίπλα του και τον παρουσίασε στην ομήγυρη λέγοντας:
Από δω, φίλοι μου, είναι ο χόμπιτ, ο Φρόντο γιος του Ντρόγκο. Ελάχιστοι έχουν έρθει ποτέ εδώ μέσα από μεγαλύτερους κινδύνους ή με αποστολή πιο επείγουσα.
Έπειτα έδειξε και σύστησε εκείνους που ο Φρόντο δεν είχε συναντήσει πριν. Ένας νεότερος νάνος στο πλευρό του Γκλόιν ήταν ο Γκίμλι, ο γιος του. Δίπλα στον Γκλορφίντελ κάθονταν αρκετοί σύμβουλοι του σπιτιού του Έλροντ, μ’ επικεφαλής τον Έρεστορ· μαζί μ’ αυτόν ήταν ο Γκάλντορ, ένα Ξωτικό απ’ τα Γκρίζα Λιμάνια, που είχε έρθει με μηνύματα απ’ τον Σίρνταν το Ναυπηγό. Ήταν ακόμα ένα παράξενο Ξωτικό, ντυμένο στα πράσινα και καφετιά, ο Λέγκολας, αγγελιοφόρος του πατέρα του, Θράντουϊλ, που ήταν Βασιλιάς των Ξωτικών στο βόρειο μέρος του Δάσους της Σκοτεινιάς. Και καθισμένος λίγο ξέχωρα ήταν ένας άντρας με όμορφο κι ευγενικό πρόσωπο, μαύρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και βλέμμα αυστηρό και περήφανο.