Выбрать главу

Φορούσε μανδύα και μπότες λες κι ήταν έτοιμος να ταξιδέψει μ’ άλογο· και πράγματι, αν και τα ρούχα του ήταν πλούσια κι ο μανδύας του είχε μπορντούρα από γούνα, ήταν όμως λερωμένα, λες κι από μακρύ ταξίδι. Φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσίδα με άσπρη πέτρα· τα σγουρά μαλλιά του έφταναν στους ώμους του. Απ’ την εξάρτυσή του κρεμόταν ένα μεγάλο κεράτινο βούκινο που οι άκρες του ήταν ασημένιες και τώρα το είχε ακουμπισμένο στα γόνατά του. Κοίταζε το Φρόντο και τον Μπίλμπο με ξαφνική απορία.

— Από δω, είπε ο Έλροντ, γυρίζοντας προς τον Γκάνταλφ, είναι ο Μπορομίρ, ένας άνθρωπος από το Νότο. Έφτασε πριν βγει ο ήλιος σήμερα και ζητάει συμβουλές. Του παράγγειλα να παραβρεθεί, γιατί εδώ οι ερωτήσεις του θα βρουν απάντηση.

Δε χρειάζεται να πούμε όσα συζητήθηκαν και ζυγίστηκαν στο Συμβούλιο. Ειπώθηκαν πολλά για γεγονότα που συνέβαιναν στον κόσμο έξω, ιδιαίτερα στο Νοτιά και στις μεγάλες πεδιάδες ανατολικά απ’ τα Βουνά. Γύρω απ’ αυτά ο Φρόντο είχε κιόλας ακούσει πολλές φήμες· αλλά η ιστορία του Γκλόιν τού ήταν εντελώς καινούρια και, όταν μίλησε ο νάνος, τον άκουσε προσεκτικά. Φαινόταν πως μες στο μεγαλείο απ’ τα έργα των χεριών τους οι καρδιές των Νάνων του Βουνού της Μοναξιάς ήταν ανήσυχες.

— Εδώ κι αρκετά χρόνια, είπε ο Γκλόιν, η σκιά της ανησυχίας έχει πέσει στο λαό μας. Στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει από πού προέρχεται. Άρχισαν οι ψίθυροι στα κρυφά: λεγόταν ότι ήμασταν περιορισμένοι σ’ ένα στενόχωρο μέρος και ότι μεγάλος πλούτος και μεγαλεία υπήρχαν στον έξω κόσμο. Μερικοί άρχισαν να μιλούν για τη Μόρια: για τα μεγαλειώδη έργα των προγόνων μας, που στη γλώσσα μας τα λέμε Καζάντ-ντουμ, κι έλεγαν πως τώρα επιτέλους είχαμε και στρατιωτική και αριθμητική δύναμη για να πάμε πίσω.

Ο Γκλόιν αναστέναξε.

— Ω! Μόρια! Μόρια! Θαύμα του Βορινού Κόσμου! Σκάψαμε πολύ βαθιά και ξυπνήσαμε τον τρόμο δίχως όνομα. Χρόνια και χρόνια έχουν μείνει άδεια τα τεράστια μέγαρα, από τότε που τα παιδιά του Ντούριν έφυγαν κυνηγημένα. Αλλά τώρα αρχίσαμε πάλι να μιλάμε γι’ αυτά με νοσταλγία και φόβο μαζί· γιατί κανένας νάνος δεν έχει τολμήσει να περάσει τις πύλες του Καζάντ-ντουμ εδώ και πολλές ζωές βασιλιάδων, εκτός απ’ το Θρορ — κι αυτός αφανίστηκε. Στο τέλος όμως ο Μπάλιν πείστηκε απ’ τους ψιθύρους κι αποφάσισε να πάει. Και, αν κι ο Ντάιν δεν έδωσε την άδειά του πρόθυμα, αυτός όμως πήρε μαζί του τον Όρι και τον Όιν και πολλούς απ’ το λαό μας κι έφυγαν πέρα για το Νοτιά.

» Αυτό έγινε κοντά τριάντα χρόνια τώρα. Για κάμποσο καιρό λαβαίναμε νέα και φαίνονταν καλά: τα μηνύματα μας πληροφορούσαν πως είχαν μπει στη Μόρια κι είχαν αρχίσει εκεί μεγάλα έργα. Έπειτα σιωπή, κι από τότε δεν ξανάχαμε άλλα νέα απ’ τη Μόρια πια.

» Αλλά περίπου ένα χρόνο πριν ένας αγγελιοφόρος ήρθε στον Ντάιν, όχι όμως απ’ τη Μόρια — αλλά απ’ τη Μόρντορ: ένας καβαλάρης μες στη νύχτα, που κάλεσε τον Ντάιν στην πύλη του. Ο Άρχοντας ο Σόρον ο Μέγας, έτσι είπε, επιθυμούσε τη φιλία μας. Σ’ αντάλλαγμα θα μας έδινε δαχτυλίδια, σαν κι αυτά που έδινε παλιά. Κι επειγόντως ρωτούσε για χόμπιτ, τι είδους είναι και πού έμεναν. «Γιατί ο Σόρον ξέρει, είπε αυτός, ότι γνωρίζατε έναν απ’ αυτούς κάποτε».

» Όταν ακούσαμε αυτά πολύ φοβηθήκαμε και δε δώσαμε απάντηση. Και τότε η απαίσιά του φωνή χαμήλωσε, κι αν μπορούσε θα τη γλύκαινε. «Σαν μικρό μόνο δείγμα της φιλίας σας ο Σόρον ζητά αυτό: να βρείτε αυτόν τον κλέφτη», αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε, «και να του πάρετε θέλοντας και μη, ένα μικρό δαχτυλίδι, το πιο ελάχιστο απ’ τα δαχτυλίδια, που αυτός κάποτε του το έκλεψε. Ένα τιποτένιο πράγμα που ονειρεύεται ο Σόρον σαν δείγμα της καλής σας θέλησης. Βρέστε το, και τα εφτά δαχτυλίδια που είχαν τα παλιά χρόνια οι Νάνοι, θα σας επιστραφούν και το βασίλειο [ης Μόρια θα γίνει δικό σας για πάντα. Βρέστε μόνο πληροφορίες για τον κλέφτη, αν ζει ακόμα και πού, και θα ’χετε μεγάλες αμοιβές κι αιώνια φιλία απ’ τον Άρχοντα. Αν αρνηθείτε, τότε τα πράγματα δε θα είναι και τόσο καλά. Αρνιέστε;»

» Και λέγοντας αυτά η αναπνοή του βγήκε σαν το σφύριγμα φιδιού, κι όλοι όσοι στέκονταν εκεί, ταράχτηκαν, αλλά ο Ντάιν είπε: «Δε λέω ούτε ναι ούτε όχι. Πρέπει να μελετήσω το μήνυμά του και να δω τι κρύβει κάτω απ’ τον ωραίο του μανδύα».