Выбрать главу

— Θυμάμαι καλά πόσο λαμπρά ήταν τα λάβαρά τους, είπε. Μου θύμιζε τη δόξα των Παλιών Ημερών και τις στρατιές του Μπελέριαντ, τόσοι πολλοί μεγάλοι πρίγκιπες καν καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί. Αλλά όμως όχι και τόσο πολλοί, ούτε και τόσο ωραίοι, όπως όταν καταστρέψαμε τη Θανγκορόντριμ και τα Ξωτικά πίστεψαν ότι το κακό είχε σβηστεί μια για πάντα, και δεν ήταν έτσι.

— Θυμάσαι; είπε ο Φρόντο, λέγοντας φωναχτά τη σκέψη του από την έκπληξή του. Αλλά νόμιζα, κόμπιασε καθώς ο Έλροντ γύρισε προς το μέρος του, νόμιζα πως η πτώση του Γκιλ-Γκάλαντ έγινε πολύ παλιά.

— Κι έτσι κι έγινε πραγματικά, είπε ο Έλροντ σοβαρά. Αλλά οι αναμνήσεις μου φτάνουν πίσω ακόμα και στις Παλιές Μέρες. Πατέρας μου ήταν ο Εαρέντιλ, που γεννήθηκε στην Γκοντόλιν πριν να πέσει. Και η μητέρα μου η Έλγουϊνγκ, η κόρη του Ντιορ, γιου της Λούθιεν του Ντόριαθ. Έχω δει τρεις εποχές στο Δυτικό κόσμο, και πολλές ήττες και πολλές άκαρπες νίκες.

»Ήμουν ο προπομπός του Γκιλ-Γκάλαντ και βάδιζα με το στρατό του. Ήμουν στη Μάχη του Ντάγκορλαντ μπρος απ’ τη Μαύρη Πύλη της Μόρντορ. που είχαμε επικρατήσει: γιατί κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στο Δόρυ του Γκιλ-Γκάλαντ και στο Σπαθί του Έλεντιλ, τον Αίγκλος και το Νάρσιλ. Είδα την τελευταία πάλη στις πλαγιές του Οροντρούιν, που σκοτώθηκε ο Γκιλ-Γκάλαντ κι έπεσε ο Έλεντιλ, κι ο Νάρσιλ έσπασε κάτωθέ του. Αλλά κι ο ίδιος ο Σόρον έπεσε κάτω κι ο Ισίλντουρ του έκοψε το Δαχτυλίδι από το χέρι του με το σπασμένο σπαθί του πατέρα του και το πήρε για δικό του.

Σ’ αυτό το σημείο, ο ξένος, ο Μπορομίρ, διέκοψε.

— Α, ώστε αυτή ήταν η τύχη του Δαχτυλιδιού! φώναξε. Αν ποτέ αυτή η ιστορία είχε ειπωθεί στο Νοτιά, έχει εδώ και πολύ καιρό ξεχαστεί. Έχω ακούσει για το Μεγάλο Δαχτυλίδι εκείνου, που το όνομα δε λέμε ποτέ, αλλά πιστεύαμε πως καταστράφηκε και χάθηκε απ’ τον κόσμο μες στην καταστροφή του πρώτου του βασίλειου. Το πήρε ο Ισίλντουρ! Μ’ αυτό είναι νέο, και τι νέο!

— Αλίμονο! Ναι, είπε ο Έλροντ. Ο Ισίλντουρ το πήρε, ενώ δε θα ’πρεπε να γίνει έτσι. Έπρεπε τότε να το είχε ρίξει στη φωτιά του Οροντρούιν που ήταν κοντά, εκεί που είχε κατασκευαστεί. Αλλά λίγοι πρόσεξαν τι έκανε ο Ισίλντουρ. Μόνο αυτός στεκόταν δίπλα στον πατέρα του σ’ εκείνη την τελευταία θανάσιμη πάλη. Και δίπλα στον Γκιλ-Γκάλαντ στεκόταν μόνο ο Σίρνταν κι εγώ. Μα ο Ισίλντουρ δεν ήθελε ν’ ακούσει τις συμβουλές μας.

» “Αυτό θα το κρατήσω σαν τίμημα για το νεκρό πατέρα μου και τον αδελφό μου”, είπε. Κι έτσι, είτε το θέλαμε είτε όχι, το πήρε για να το φυλάξει σαν θησαυρό. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και το Δαχτυλίδι τον πρόδωσε κι έγινε η αιτία του θανάτου του· γι’ αυτό το λένε στο Βοριά ο Χαμός του Ισίλντουρ. Όμως ίσως ο θάνατος να ήταν καλύτερος από ό,τι άλλο θα ήταν δυνατόν να του συμβεί.

» Μόνο στο Βοριά ήρθαν αυτά τα μαντάτα, και μόνο σε λίγους. Και δεν είναι ν’ απορείς που δεν τα ’χεις ακούσει, Μπορομίρ! Απ’ την πανωλεθρία στο Φλαμπουρότοπο, που χάθηκε ο Ισίλντουρ, μόνο τρεις γύρισαν ποτέ πίσω πάνω απ’ τα βουνά, μετά από πολλές περιπλανήσεις. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Όθαρ, ο υπασπιστής του Ισίλντουρ, που έφερε τα κομμάτια απ’ το σπασμένο σπαθί του Έλεντιλ· και τα παράδωσε στον Βάλαντιλ, το διάδοχο του Ισίλντουρ, που ζούσε εδώ στο Σκιστό Λαγκάδι, γιατί ήταν μικρό παιδί ακόμα. Αλλά ο Νάρσιλ ήταν σπασμένος και το φως του σβησμένο, κι ακόμα δεν τον έχουν κολλήσει ξανά.

» Είπα πως η νίκη της Τελευταίας Συμμαχίας ήταν άκαρπη; Όχι εντελώς όμως, αλλά δεν πέτυχε το σκοπό της. Η δύναμη του Σόρον ελαττώθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε. Το Δαχτυλίδι του χάθηκε αλλά δε χαλάστηκε. Ο Μαύρος Πύργος γκρεμίστηκε αλλά δεν ξεθεμελιώθηκε, γιατί τα θεμέλιά του ήταν καμωμένα με τη δύναμη του Δαχτυλιδιού κι όσο αυτό υπάρχει, θ’ αντέχουν κι αυτά. Πολλά Ξωτικά και πολλοί αντρειωμένοι Άνθρωποι και πολλοί απ’ τους φίλους τους είχαν χαθεί στον πόλεμο. Ο Ανάριον σκοτώθηκε, το ίδιο κι ο Ισίλντουρ. Κι ο Γκιλ-Γκάλαντ κι ο Έλεντιλ δεν υπήρχαν πια. Ποτέ πια δε θα ξαναγίνει τέτοια συμμαχία Ξωτικών κι Ανθρώπων, γιατί οι Άνθρωποι πολλαπλασιάζονται ενώ οι Πρωτογέννητοι ελαττώνονται κι οι δυο γενιές αποξενώνονται. Κι από εκείνη τη μέρα η φυλή του Νούμενορ έχει πέσει σε παρακμή και τα χρόνια της ζωής τους έχουν λιγοστέψει.

» Στο Βοριά μετά τον πόλεμο και το μακελειό στο Φλαμπουρότοπο, οι Άνθρωποι της Δύσης λιγόστεψαν και η πρωτεύουσά τους Ανούμινας στις όχθες της Λίμνης Έβεντιμ ερήμωσε. Οι διάδοχοι του Βάλαντιλ έφυγαν και πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στο Φόρνοστ στους Βόρειους Κάμπους ψηλά, αλλά κι αυτή η περιοχή είναι τώρα ερημωμένη. Οι Άνθρωποι την ονομάζουν το Ανάχωμα των Πεθαμένων και φοβούνται να περάσουν απ’ εκεί. Γιατί ο λαός της Άρνορ ελαττώθηκε κι οι εχθροί τους τούς αφάνισαν κι η κυριαρχία τους πέρασε κι άφησε μόνο πράσινους τύμβους στους χορταριασμένους λόφους.