Выбрать главу

» Στο Νοτιά το βασίλειο της Γκόντορ άντεξε για πολύ καιρό. Για ένα διάστημα το μεγαλείο της αυξήθηκε τόσο που να θυμίζει κάπως τη δύναμη του Νούμενορ, πριν την πτώση του. Οι άνθρωποι εκείνοι έφτιαξαν ψηλούς πύργους και ισχυρά οχυρά και λιμάνια με πολλά καράβια. Κι αμέτρητοι λαοί που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες είχαν σε φόβο τη φτερωτή κορόνα των Βασιλιάδων των Ανθρώπων. Η κυριότερη τους πόλη ήταν η Οσγκίλιαθ, το Κάστρο των Άστρων, και μέσα από τη μέση της περνούσε ο Ποταμός. Έχτισαν και τη Μίνας Ίθιλ, τον Πύργο της Σελήνης που Ανατέλλει, στην ανατολή πάνω σε μια ράχη του Βουνού της Σκιάς· και προς τα δυτικά στους πρόποδες των Λευκών Βουνών έφτιαξαν τη Μίνας Άνορ, τον Πύργο του Ήλιου που δύει. Εκεί στους κήπους του Βασιλιά φύτρωνε ένα λευκό δέντρο, απ’ το σπόρο εκείνου του δέντρου που ο Ισίλντουρ είχε φέρει πέρα απ’ τα βαθιά νερά κι ο σπόρος εκείνου του δέντρου παλιά είχε έρθει απ’ την Ερεσέα και, ακόμα πιο παλιά, είχε έρθει απ’ την Πιο Μακρινή Λύση τη Μέρα πρίν τις μέρες, όταν ο κόσμος ήταν νέος.

» Αλλά με το πέρασμα των γρήγορων χρόνων της Μέσης-Γης η γενιά του Μένελντιλ, γιου του Ανάριον, έσβησε και το δέντρο ξεράθηκε και το αίμα των Νουμενόριαν ανακατεύτηκε με το αίμα κατώτερων ανθρώπων. Τότε η ξάγρυπνη φρουρά στα τείχη της Μόρντορ αποκοιμήθηκε και σκοτεινά όντα σύρθηκαν πάλι πίσω στην κοιλάδα του Γκόργκοροθ. Και μια μέρα τα κακόβουλα όντα βγήκαν έξω και πήραν τη Μίνας Ίθιλ κι έγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν και την έκαναν τόπο τρόμου· και τώρα λέγεται Μίνας Μόργκουλ, ο Πύργος της Μαύρης Μαγείας. Τότε άλλαξαν και το όνομα της Μίνας Άνορ σε Μίνας Τίριθ, ο Πύργος της Φρουράς· κι αυτές οι δύο πόλεις συνέχεια βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά η Οσγκίλιαθ, που βρισκόταν ανάμεσά τους ερήμωσε και σκιές περπατούν στα ερείπιά της.

» Κι έτσι είναι τα πράγματα εδώ και πολλές γενιές ανθρώπων. Αλλ’ όμως οι Άρχοντες της Μίνας Τίριθ εξακολουθούν να πολεμούν, αψηφώντας τους εχθρούς μας, και διατηρώντας το πέρασμα του Ποταμού απ’ το Αργκοναθ ως τη θάλασσα. Και τώρα το κομμάτι αυτό της ιστορίας που θα εω τελειώνει. Γιατί στις μέρες του Ισίλντουρ το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι χάθηκε και κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό, και τα Τρία απελευθερώθηκαν απ’ την κυριαρχία του. Αλλά τώρα στις μέρες μας, κινδυνεύουν ξανά, γιατί, προς μεγάλη μας λύπη, το Ένα έχει βρεθεί.

» Άλλοι όμως θα μιλήσουν για το πώς βρέθηκε, γιατί εγώ σ’ αυτό δεν έπαιξα παρά πολύ μικρό ρόλο.

Σώπασε, αλλ’ αμέσως ο Μπορομίρ σηκώθηκε, ψηλός και περήφανος μπροστά του.

— Δώσε μου την άδεια, Κύριε Έλροντ, είπε, πρώτα πρώτα να προσθέσω κάτι ακόμα για την Γκόντορ· γιατί στ’ αλήθεια έρχομαι απ’ τη χώρα αυτή. Και καλό θα είναι για όλους να ξέρουν τι γίνεται εκεί. Γιατί λίγοι, νομίζω, γνωρίζουν τα έργα μας, κι επομένως πολύ λίγο μαντεύουν το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν, αν εμείς στο τέλος υποκύψουμε.

» Μην πιστεύετε πως στη Γη της Γκόντορ το αίμα του Νούμενορ έχει εξαντληθεί, ούτε έχει ξεχαστεί όλη της η περηφάνια και το μεγαλείο. Με την ανδρεία μας συγκρατούμε ακόμα τους άγριους λαούς της Ανατολής, και κρατάμε σ’ απόσταση τον τρόμο της Μόργκουλ. Και μόνο έτσι διατηρούνται η ειρήνη κι. η ελευθερία στις χώρες πίσω μας, γιατί εμείς είμαστε το προπύργιο της Δύσης. Μα αν τα περάσματα του Ποταμού παρθούν, τότε τι γίνεται;

» Όμως, αυτή η ώρα, ίσως, δεν είναι τώρα μακριά. Ο Εχθρός χωρίς Όνομα έχει πάλι σηκωθεί. Βγαίνει ξανά καπνός απ’ το Οροντρούιν, που το λέμε εμείς το Βουνό του Χαμού. Η Δύναμη της Μαύρης Χώρας μεγαλώνει κι εμάς μας πιέζουν σκληρά. Όταν γύρισε πίσω ο Εχθρός έδιωξε το λαό μας απ’ το Ιθίλιεν, την ωραία μας επαρχία στ’ ανατολικά του Ποταμού, αν και διατηρήσαμε εκεί βάσεις κι όπλα. Αλλά τούτη εδώ τη χρονιά, τον Ιούνιο, πόλεμος μας ήρθε ξαφνικά απ’ τη Μόρντορ και μας σάρωσε. Ήταν αριθμητικά ανώτεροι, γιατί η Μόρντορ έχει συμμαχήσει με τους Ανατολίτες και τους σκληρούς Χαράντριμ· αλλά η ήττα μας δεν ήταν εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των εχθρών. Ήταν παρούσα μια δύναμη εκεί, που δεν την είχαμε νιώσει ποτέ πριν.

» Μερικοί είπαν ότι μπορούσαν να τη δουν, σαν ένα μεγάλο μαύρο καβαλάρη, μια μαύρη σκιά στο φως του φεγγαριού. Όπου πήγαινε, μια τρέλα πλημμύριζε τους εχθρούς μας, αλλά φόβος έπιανε και τους πιο γενναίους απ’ εμάς, τόσος φόβος ώστε και τ’ άλογα κι οι άνθρωποι υποχωρούσαν και το ’βαζαν στα πόδια. Μόνο ένα απομεινάρι του στρατού μας στην ανατολή γύρισε πίσω αφού καταστρέψανε τη γέφυρα που ακόμα στεκόταν στα ερείπια της Οσγκίλιαθ.

» Ήμουν κι εγώ με το λόχο που κρατούσε εκείνη τη γέφυρα, μέχρι που την γκρεμίσαμε πίσω μας. Τέσσερις μόνο γλιτώσαμε κολυμπώντας: ο αδελφός μου κι εγώ και δυο άλλοι. Αλλ’ όμως συνεχίζουμε να πολεμάμε και να κρατάμε όλες τις δυτικές όχθες του Άντουιν· κι όλοι όσοι βρίσκουν καταφύγιο πίσω μας μάς δίνουν επαίνους, αν ποτέ ακούσουν τ’ όνομά μας: πολλούς επαίνους, αλλά λίγη βοήθεια. Τώρα μόνο απ’ το Ρόαν έρχονται άνθρωποι με τ’ άλογά τους όταν ζητήσουμε βοήθεια.