» Σ’ αυτή την κακιά ώρα έχω έρθει με ειδική αποστολή στον Έλροντ ταξιδεύοντας πολλές κι επικίνδυνες λεύγες. Ταξίδεψα εκατόν δέκα μέρες εντελώς μόνος μου. Αλλά δε γυρεύω συμμάχους για τον πόλεμο. Η δύναμη του Έλροντ, λένε, βρίσκεται στη σοφία κι όχι στα όπλα. Έρχομαι να ζητήσω συμβουλές και την εξήγηση σε λέξεις δύσκολες. Γιατί την παραμονή της ξαφνικής επίθεσης ήρθε ένα όνειρο στον αδελφό μου μες στον ταραγμένο του ύπνο κι αργότερα το ίδιο όνειρο του ήρθε ξανά και ξανά και μια φορά το είδα κι εγώ.
» Σ’ αυτό το όνειρο νόμισα πως ο ουρανός στην Ανατολή σκοτείνιασε και βροντές όλο και δυνάμωναν, αλλά στη Δύση έμενε ένα χλωμό φως και μεσ’ απ’ αυτό άκουσα μια φωνή, μακρινή αλλά καθαρή, να φωνάζει:
Απ’ αυτά τα λόγια πολύ λίγα μπορούσαμε να καταλάβουμε και το είπαμε στον πατέρα μας, τον Ντένεθορ, τον Άρχοντα της Μίνας Τίριθ, που ξέρει καλά την ιστορία και τις παραδόσεις της Γκόντορ. Μα αυτό μόνο μπόρεσε να μας πει, ότι Ίμλαντρις ήταν παλιά ανάμεσα στα Ξωτικά το όνομα μιας μακρινής βόρειας κοιλάδας, όπου κατοικούσε ο Έλροντ ο Μισοξωτικός, ο πιο διαβασμένος απ’ όλους τους γνώστες των παραδόσεων. Και γι’ αυτό ο αδελφός μου, βλέποντας πόσο απελπιστική ήταν η θέση μας, προθυμοποιήθηκε να δώσει πίστη στ’ όνειρο και να πάει γυρεύοντας το Ίμλαντρις. Αλλά επειδή ο δρόμος ήταν γεμάτος από αμφιβολίες και κινδύνους, ανέλαβα εγώ να κάνω το ταξίδι. Ο πατέρας μας δεν ήθελε να μου δώσει την άδεια, και για πολύ καιρό περιπλανήθηκα σε λησμονημένους δρόμους, αναζητώντας το σπίτι του Έλροντ, που πολλοί το είχαν ακουστά, μα λίγοι ήξεραν πού βρίσκεται.
— Κι εδώ στο σπίτι του Έλροντ πολύ περισσότερα θα σου ξεκαθαριστούν, είπε ο Άραγκορν και σηκώθηκε. Έριξε το σπαθί του πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά στον Έλροντ, κι η λεπίδα του ήταν δυο κομμάτια.
— Να το Σπαθί που ήταν Σπασμένο! είπε.
— Και ποιος είσαι εσύ, και τι σχέση έχεις με τη Μίνας Τίριθ; ρώτησε ο Μπορομίρ, κοιτάζοντας με απορία το λιπόσαρκο πρόσωπο του Περιφερόμενου Φύλακα και τα παλιά του ρούχα.
— Είναι ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, είπε ο Έλροντ, και είναι απόγονος μέσω πολλών γενιών του Ισίλντουρ του γιου του Έλεντιλ της Μίνας Ίθιλ. Είναι ο Αρχηγός των Ντούνεντεν στο βοριά, αν και λίγοι απ’ αυτούς έχουν τώρα απομείνει.
— Άρα είναι δικό σου κι όχι δικό μου! φώναξε ο Φρόντο κατάπληκτος, πηδώντας όρθιος, λες και περίμενε να του ζητήσουν το Δαχτυλίδι εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
— Δεν ανήκει ούτε σε σένα ούτε σε μένα, είπε ο Άραγκορν· αλλά είναι γραφτό να το έχεις εσύ για λίγο.
— Βγάλε έξω το Δαχτυλίδι, Φρόντο, είπε ο Γκάνταλφ με επισημότητα. Έφτασε η ώρα. Κράτησέ το ψηλά και τότε ο Μπορομίρ θα καταλάβει και το υπόλοιπο απ’ το αίνιγμά του.
Όλοι σώπασαν και γύρισαν τα μάτια τους πάνω στο Φρόντο. Αυτός ταράχτηκε, νιώθοντας ξαφνικά ντροπή και φόβο· και τον κυρίεψε μεγάλη απροθυμία να φανερώσει το Δαχτυλίδι και μια αποστροφή στο άγγιγμά του. Ευχόταν να ήταν μίλια μακριά. Το Δαχτυλίδι έλαμπε αμυδρά κι αναβόσβηνε καθώς το κρατούσε ψηλά μπροστά σ’ όλους με χέρι τρεμάμενο.
— Να ο Χαμός του Ισίλντουρ! είπε ο Έλροντ.
Τα μάτια του Μπορομίρ γυάλισαν καθώς κοιτούσε το χρυσό πράγμα.
— Το Ανθρωπάκι! μουρμούρισε. Έφτασε λοιπόν το μοιραίο για τη Μίνας Τίριθ; Αλλά τότε γιατί θα πρέπει να ζητάμε ένα σπασμένο σπαθί;
— Τα λόγια δεν ήταν το Μοιραίο για τη Μίνας Τίριθ, είπε ο Άραγκορν. Αλλά το μοιραίο και μεγάλα κατορθώματα πραγματικά πλησιάζουν. Γιατί το Σπαθί που ήταν Σπασμένο είναι το Σπαθί του Έλεντιλ που έσπασε από κάτω του σαν έπεσε. Το φύλαξαν σαν θησαυρό οι απόγονοι του όταν όλα τ’ άλλα κειμήλια χάθηκαν· γιατί λεγόταν από τότε παλιά ανάμεσά μας ότι θα έπρεπε να κολληθεί ξανά όταν βρισκόταν πάλι το Δαχτυλίδι, ο Χαμός του Ισίλντουρ. Τώρα που είδες το σπαθί που έψαχνες, τι θα ήθελες να ζητήσεις; Επιθυμείς να επιστρέψει στην Γκόντορ ο Οίκος του Έλεντιλ;
— Δε μ’ έστειλαν να παρακαλέσω για κάποια χάρη, αλλά μονάχα να ζητήσω την εξήγηση ενός αινίγματος, απάντησε περήφανα ο Μπορομίρ. Όμως βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση και το Σπαθί του Έλεντιλ θα μας ήταν ανέλπιστη βοήθεια — αν πραγματικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ξανάρθει μέσ’ απ’ τις σκιές του παρελθόντος.