Ξανακοίταξε τον Άραγκορν και τα μάτια του ήταν γεμάτα αμφιβολία.
Ο Φρόντο ένιωσε τον Μπίλμπο να κουνιέται ανυπόμονα δίπλα του. Ήταν φανερά ενοχλημένος γι’ αυτά που λέγονταν για το φίλο του. Ξαφνικά σηκώθηκε και ξέσπασε:
— Ίσως όχι πολύ καλό, μα στο θέμα — αν χρειάζεσαι κάτι παραπάνω απ’ το λόγο του Έλροντ. Αν άξιζε ένα ταξίδι εκατό δέκα ημερών για να τ’ ακούσεις, καλά θα κάνεις να τ’ ακούς, είπε και κάθισε ρουθουνίζοντας θυμωμένα.
Εγώ ο ίδιος έφτιαξα τους στίχους, ψιθύρισε στο Φρόντο, για τον Ντούνανταν, παλιά, όταν για πρώτη φορά μου μίλησε για τον εαυτό του. Σχεδόν θα ’θελα να μην είχαν τελειώσει οι περιπέτειες μου και να μπορούσα να πάω μαζί του όταν έρθει η ώρα του.
Ο Άραγκορν του χαμογέλασε. Έπειτα στράφηκε πάλι στον Μπορομίρ.
— Από μέρους μου σου συγχωρώ την αμφιβολία, είπε. Πολύ λίγο μοιάζω με τις μορφές του Έλεντιλ και του Ισίλντουρ καθώς στέκονται σκαλισμένες με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια στις αίθουσες του Ντένεθορ. Εγώ δεν είμαι παρά ο κληρονόμος του Ισίλντουρ, όχι ο ίδιος ο Ισίλντουρ. Έχω ζήσει ζωή μεγάλη και σκληρή και οι λεύγες που απλώνονται απ’ εδώ ως την Γκόντορ είναι πολύ λίγες συγκριτικά με όσες έχω κάνει σ’ όλα μου τα ταξίδια. Έχω περάσει πολλά βουνά και πολλά ποτάμια κι έχω διασχίσει πολλής πεδιάδες. Έχω φτάσει ακόμα και στις μακρινές χώρες Ρουν και Χάραντ, που τ’ άστρα τους είναι αλλιώτικα.
» Αλλά η πατρίδα μου, αυτή που έχω τέλος πάντων, είναι στο Βοριά. Γιατί εδώ οι διάδοχοι του Βάλαντιλ πάντοτε κατοικούσαν διατηρώντας τη γραμμή ακέρια από πατέρα σε γιο για πολλές γενιές. Οι μέρες μας έχουν σκοτεινιάσει κι έχουμε λιγοστέψει· αλλά πάντοτε το Σπαθί περνάει σε καινούριο φύλακα. Κι αυτό θα σου πω, Μπορομίρ, πριν τελειώσω. Είμαστε μοναχικοί άνθρωποι εμείς οι Περιφερόμενοι Φύλακες των αγριότοπων, κυνηγοί — αλλά κυνηγοί πάντοτε των υπηρετών του Εχθρού· γιατί αυτοί βρίσκονται σε πολλά μέρη, όχι μόνο στη Μόρντορ.
»Αν η Γκόντορ, Μπορομίρ, στάθηκε ένας ρωμαλέος πύργος, εμείς έχουμε παίξει κάποιον άλλο ρόλο. Υπάρχουν πολλά πονηρά όντα, που τα ισχυρά σας τείχη και τ’ αστραφτερά σας σπαθιά δεν τα σταματούν. Ξέρεις πολύ λίγα για τις χώρες πέρα απ’ τα σύνορά σου. Ειρήνη κι ελευθερία, λες; () Βοριάς θα τις ήξερε πολύ λίγο αν δεν ήμασταν εμείς. Ο φόβος θα τις είχε αφανίσει. Αλλά όταν σκοτεινά όντα έρχονται από λόφους δίχως σπίτια ή σέρνονται έξω από ανήλιαγα δάση, το βάζουν στα πόδια μπροστά μας. Ποιους δρόμους θα τολμούσε κανείς να διαβεί ή τι ασφάλεια θα υπήρχε στα ήσυχα μέρη ή στα σπίτια των απλών ανθρώπων το βράδυ, αν οι Ντούνεντεν κοιμόνταν ή αν ήταν όλοι στα μνήματά τους;
» Κι όμως εμείς παίρνουμε ακόμα λιγότερες ευχαριστίες από σας. Οι ταξιδιώτες μάς στραβοκοιτάνε και οι χωριάτες μάς δίνουν περιφρονητικά ονόματα. Ο «Γοργοπόδαρος» είμαι για ένα χοντρό που ζει σ’ απόσταση μιας μέρας δρόμου από εχθρούς που θα του ’κοβαν το αίμα ή που θα μπορούσαν να κάνουν τη μικρή του πόλη ερείπια. Αν οι απλοί άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από έγνοιες και φόβους, θα μείνουν απλοί, κι εμείς πρέπει να είμαστε κρυφοί για να τους κρατήσουμε έτσι. Αυτό είναι το έργο των δικών μου ενώ τα χρόνια μακραίνουν και το χορτάρι μεγαλώνει.
» Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει γι’ άλλη μια φορά. Έρχεται καινούρια ώρα. Βρέθηκε ο χαμός του Ισίλντουρ. Πλησιάζουν μάχες. Το Σπαθί θα ξαναφτιαχτεί. Θα έρθω στη Μίνας Τίριθ.
— Ο Χαμός του Ισίλντουρ βρέθηκε, λες εσύ, είπε ο Μπορομίρ. Εγώ είδα ένα γυαλιστερί δαχτυλίδι να κρατάει στο χέρι του τ’ Ανθρωπάκι. Αλλά λένε πως ο Ισίλντουρ χάθηκε πριν ακόμα αρχίσει αυτή η εποχή του κόσμου. Πώς, λοιπόν, το ξέρουν οι Σοφοί ότι αυτό το δαχτυλίδι είναι το δικό του; Και πού ήταν τόσα χρόνια μέχρι να το φέρει εδώ αυτός ο τόσο παράξενος αγγελιοφόρος;
— Αυτό θα το πούμε, είπε ο Έλροντ.
— Αλλά όχι ακόμα, παρακαλώ, Κύριε! είπε ο Μπίλμπο. Να ο Ήλιος ανεβαίνει για μεσημέρι και νιώθω την ανάγκη να φάω κάτι για να στυλωθώ.
— Δεν εννοούσα εσένα, είπε ο Έλροντ χαμογελώντας. Το κάνω όμως τώρα. Εμπρός! Πες μας την ιστορία σου. Κι αν ακόμα δεν την έχεις κάνει ποίημα, πες μας την με απλά λόγια. Όσο πιο σύντομη είναι, τόσο γρηγορότερα θα φας κάτι.
— Πολύ καλά, είπε ο Μπίλμπο. Θα κάνω όπως μου ζητάς. Αλλά τώρα θα πω την αληθινή ιστορία, κι αν μερικοί από δω μ’ έχουν ακούσει να τη λέω διαφορετικά — έριξε μια λοξή ματιά στον Γκλόιν — τους παρακαλώ να την ξεχάσουν και να με συγχωρέσουν. Εκείνες τις μέρες το μόνο που επιθυμούσα ήταν να διεκδικήσω το θησαυρό σαν εντελώς δικό μου και ν’ απαλλαγώ απ’ τ’ όνομα του κλέφτη που μου είχαν κολλήσει. Αλλά ίσως καταλαβαίνω την κατάσταση καλύτερα τώρα. Πάντως, να πώς έγιναν τα πράγματα.