» Έτσι είπε ο Ντένεθορ. Κι όμως υπάρχουν στα αρχεία του χρονικά που τώρα λίγοι μπορούν να τα διαβάσουν, ακόμα κι ανάμεσα στους σοφούς και διαβασμένους, γιατί οι γραφές τους κι οι γλώσσες τους έχουν γίνει ακατανόητες στους τωρινούς ανθρώπους. Και, Μπορομίρ, εκεί βρίσκεται ακόμα στη Μίνας Τίριθ, χωρίς κανείς να το ’χει διαβάσει, εκτός απ’ το Σάρουμαν κι εμένα, αφότου έσβησαν οι βασιλιάδες, μια περγαμηνή που έγραψε ο ίδιος ο Ισίλντουρ. Γιατί ο Ισίλντουρ δεν έφυγε αμέσως μετά απ’ τον πόλεμο εναντίον της Μόρντορ, όπως λένε μερικοί στις ιστορίες.
— Μερικοί στο Βοριά, ίσως, έκοψε ο Μπορομίρ. Όλοι στην Γκόντορ ξέρουν ότι στην αρχή πήγε στη Μίνας Άνορ κι έμεινε εκεί για λίγο με τον ανεψιό του το Μένελντιλ και του έδωσε οδηγίες και συμβουλές πριν του παραδώσει τη διακυβέρνηση του Νότιου Βασίλειου. Και τότε φύτεψε εκεί το τελευταίο φιντανάκι του Λευκού Δέντρου σε μνήμη του αδελφού του.
— Εκείνη όμως την εποχή έγραψε κι αυτή την περγαμηνή, είπε ο Γκάνταλφ· κι αυτό δεν το θυμούνται στην Γκόντορ, φαίνεται. Γιατί αυτή η περγαμηνή αφορά το Δαχτυλίδι. Και να τι γράφει ο Ισίλντουρ εκεί μέσα:
Ο Μέγας Δακτύλιος κειμήλιον θέλει γενέοθαι του Βασιλείου του Βορρά, γράφεται δε τόδε, ίνα μη η μνήμη αυτού έκλειψη εν Γκόντορ, ένθα η γενεά του Έλεντιλ οικεί, ίνα μη τῳ χρόνῳ ταύτα εξίτηλα γένηται.
— Και μετά απ’ αυτά τα λόγια, ο Ισίλντουρ περιγράφει το Δαχτυλίδι, ακριβώς όπως το βρήκε.
Έκαιεν ότε το πρώτον έλαβον τούτον, έκαιεν ως τηκόμενον μέταλλον και η χειρ μου πυρίκαυστος εγένετο και ου μήποτε απαλλαγώ τον πόνου. Νυν ήδη ψύχεται και ρικνείσθαι δοκεί ουδόλως αποβάλλων το κάλλος ουδέ το σχήμα. Νυν δη η το πριν ευανάγνωστος ως ερυθρά φλοξ επιγραφή ημαύρωται και μόλις αναγιγνώσκεται. Γέγραπται δε γράμμασιν αρχαίοις της γης Ερέγκιον, επεί ουκ εισί γράμματα εν Μόρντορ προς έργον τοσούτον λεπτόν· αλλ’ η γλώσσά μοι άγνωστός εστι. Δοκεί μοι από της Μελαίνης Γης κατάγεσθαι αυτήν δια το άσημον και βάρβαρον. Τι δηλοί ουκ οίδα, αλλ’ απόγραφον τούτου λήψομαι, ει πως όλως εξίτηλος γένηται. Εστέρηται ίσως ο Δακτύλιος του θερμού τής του Σόρον χειρός, της μελαίνης, πυρί φλεγούσης ως και τον Γκιλ-Γκάλαντ αποκτείναι· δοκώ μοι, ει γε ο χρυσός εις πυρ βληθήσεται, την γραφήν φανεράν γενέσθαι. Έγωγε ου ποιήσω τούτο· εκ πάντων γαρ του Σόρον ποιημάτων τούτο δη μόνον άριστον. Πολύτιμον γε μοι, ει και αντί πολλού ωνούμαι τούτο.
Όταν διάβασα αυτά τα λόγια, η αναζήτησή μου τέλειωσε. Γιατί η χαραγμένη γραφή ήταν όπως ακριβώς είχε μαντέψει ο Ισίλντουρ, στη γλώσσα της Μόρντορ και των υπηρετών του Πύργου. Κι ό,τι ήταν γραμμένο στην περγαμηνή μέσα ήταν κιόλας γνωστό, Γιατί τη μέρα που για πρώτη φορά ο Σόρον φόρεσε το Ένα, ο Σελεμπρίμπορ, ο κατασκευαστής των Τριών, τον είχε πάρει είδηση, κι από μακριά τον άκουσε να προφέρει αυτές τις λέξεις κι έτσι οι δόλιοι σκοποί του φανερώθηκαν.
» Αμέσως άφησα τον Ντένεθορ, αλλά καθώς πήγαινα στο Βοριά, έλαβα μηνύματα απ’ το Λόριεν πως ο Άραγκορν είχε περάσει απ’ εκεί και πως είχε βρει αυτό το πλάσμα που το έλεγαν Γκόλουμ. Έτσι πήγα πρώτα να τον συναντήσω και ν’ ακούσω την ιστορία του. Δεν τολμούσα ούτε καν να φανταστώ τι θανάσιμους κινδύνους είχε διατρέξει μόνος του.
— Δεν υπάρχει λόγος να τους εξιστορήσω, είπε ο Άραγκορν. Αν ο οιοσδήποτε βρεθεί στην ανάγκη να περάσει κοντά απ’ τη Μαύρη Πύλη, η να περπατήσει ανάμεσα στα θανατερά λουλούδια της Κοιλάδας Μόργκουλ, είναι φυσικό να διατρέξει κινδύνους. Κι εγώ επίσης είχα απελπιστεί στο τέλος κι είχα αρχίσει το ταξίδι του γυρισμού. Και τότε, για καλή μου μαχη έπεσα ξαφνικά πάνω σ’ αυτό που γύρευα: ίχνη από ελαφριά πατήματα πλάι σε μια λασπωμένη λιμνούλα. Αλλά τώρα τα ίχνη ήταν πρόσφατα και γρήγορα και δεν οδηγούσαν στη Μόρντορ, αλλά μακριά απ’ αυτή. Τ’ ακολούθησα βαδίζοντας στις όχθες των Βάλτων των Νεκρών και στο τέλος το βρήκα. Παραμόνευε πλάι σ’ ένα βρομερό λασπόλακκο. Το ’πιασα όπως κοιτούσε μες στο νερό καθώς σκοτείνιαζε. Ήταν σκεπασμένο με πράσινη βουρκολάσπη. Πολύ φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρει ποτέ του να μ’ αγαπήσει· γιατί με δάγκωσε κι εγώ δεν του φέρθηκα με το γάντι. Και τίποτ’ αλλο δεν πήρα απ’ το στόμα του εκτός απ’ τα σημάδια των δοντιών του. Η επιστροφή ήταν το χειρότερο μέρος του ταξιδιού μου. Έπρεπε να το παρα-κολουθώ μέρα και νύχτα, να το αναγκάζω να περπατάει μπροστά μου, μ’ ένα σκοινί στο λαιμό του, φιμωμένο, μέχρι που ημέρεψε απ’ την έλλειψη τροφής και νερού, και συνεχώς να το οδηγώ κατά το Δάσος της Σκοτεινιάς. Τέλος το πήγα εκεί και το παράδωσα στα Ξωτικά, γιατί έτσι είχαμε συμφωνήσει να κάνω· κι εγώ ήμουνα καταχαρούμενος ν’ απαλλαγώ απ’ τη συντροφιά του γιατί βρομόκραζε. Από λόγου μου εύχομαι ποτέ να μην το ξαναδώ στα μάτια μου. Ο Γκάνταλφ όμως ήρθε κι άντεξε να μιλήσει μαζί του πολλή ώρα.