— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, κουβέντιασα πολλή ώρα εξαντλητικά, αλλά όχι χωρίς κέρδος. Αφ’ ενός η ιστορία που μου είπε για το πώς έχασε το Δαχτυλίδι συμφωνούσε μ’ αυτή που ο Μπίλμπο είπε τώρα ανοιχτά για πρώτη φορά· αλλ’ αυτό είχε λίγη σημασία, αφού την είχα κιόλας μαντέψει. Αλλά τότε για πρώτη φορά έμαθα ότι το Δαχτυλίδι του Γκόλουμ προερχόταν απ’ το Μεγάλο Ποταμό κοντά στο Φλαμπουρότοπο. Κι έμαθα ακόμα πως το κάτεχε πολύ καιρό. Πολλές ζωές των μικρών όντων του είδους του. Η δύναμη του Δαχτυλιδιού είχε μακρύνει τα χρόνια της ζωής του πολύ παραπάνω απ’ το φυσιολογικό τους· αλλ’ αυτή τη δύναμη την έχουν μόνο τα Μεγάλα Δαχτυλίδια.
» Κι αν αυτά δεν είναι αρκετές αποδείξεις, Γκάλντορ, υπάρχει και η άλλη δοκιμασία που σας είπα. Πάνω σ’ αυτό εδώ το Δαχτυλίδι που είδατε να το κρατούν ψηλά, το στρογγυλό κι αστόλιστο, τα γράμματα που ο Ισίλντουρ σημείωσε μπορούν ακόμα να διαβαστούν, αν κάποιος έχει δυνατή θέληση και το βάλει για λίγο στη φωτιά. Εγώ το έκανα αυτό κι ακούστε τι διάβασα:
Ash nazg durbatulûk, ash nazg gimbatul, ash nazg thrakatulûk agh burzum-ishi krimpatul!
Η αλλαγή της φωνής του μάγου ήταν εκπληκτική. Ξαφνικά έγινε απειλητική, δυνατή, τραχιά σαν πέτρα. Μια σκιά φάνηκε να περνά μπρος απ’ τον ήλιο ψηλά κι η βεράντα για μια στιγμή σκοτείνιασε. Όλοι ανατρίχιασαν και τα Ξωτικά έκλεισαν τ’ αυτιά τους.
— Ποτέ μέχρι τώρα καμιά φωνή δεν τόλμησε να προφέρει λέξεις αυτής της γλώσσας στο Ίμλαντρις, Γκάνταλφ Γκρίζε, είπε ο Έλροντ, καθώς η σκιά πέρασε και η συντροφιά ανάσανε ξανά.
— Κι ας ελπίσουμε ότι κανείς δε θα την ξαναμιλήσει εδώ πια, απάντησε ο Γκάνταλφ. Παρ’ όλα αυτά όμως δε ζητώ συγνώμη, Άρχοντα Έλροντ. Γιατί αν είναι να μην ακουστεί γρήγορα αυτή η γλώσσα σε κάθε γωνιά της Δύσης, θα πρέπει όλοι να παραμερίσουν τις αμφιβολίες τους και να πιστέψουν ότι αυτό το δαχτυλίδι είναι εκείνο που οι Σοφοί έχουν δηλώσει: δηλαδή ο θησαυρός του Εχθρού, που έχει όλη του τη δολιότητα και κακία· και πως μέσα σ’ αυτό βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος της παλιάς του δύναμης. Μέσα απ’ τα Μαύρα Χρόνια έρχονται τα λόγια που οι Μεταλλουργοί του Ερέγκιον άκουσαν και κατάλαβαν πως τους είχε προδώσει:
» Μάθετε επίσης, φίλοι μου, πως έμαθα κι άλλα ακόμα απ’ το Γκόλουμ. Δεν ήθελε να μιλήσει κι η ιστορία του ήταν μπερδεμένη, αλλά είναι απόλυτα βέβαιο πως πήγε στη Μόρντορ κι εκεί ό,τι ήξερε του το πήραν δια της βίας. Έτσι ο Εχθρός γνωρίζει τώρα ότι το Ένα έχει βρεθεί κι ότι για πολύ καιρό βρισκόταν στο Σάιρ· κι εφ’ όσον οι υπηρέτες του το κυνήγησαν σχεδόν μέχρι την πόρτα μας, σύντομα θα μάθει, ίσως δε κιόλας να το ξέρει, τώρα που εγώ σας μιλώ, πως το έχουμε εδώ.
Όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο, ώσπου στο τέλος μίλησε ο Μπορομίρ.
— Είναι ένα μικρό πλάσμα, λες, αυτό το Γκόλουμ; Μικρό, αλλά μεγάλο στο κακό που μπορεί να κάνει. Τι απόγινε; Τι αποφασίσατε γι’ αυτό;
— Είναι στη φυλακή, αλλά δεν έχει πάθει τίποτα χειρότερο, είπε ο Άραγκορν. Είχε υποφέρει πολλά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως του έκαναν βασανιστήρια και πως ο φόβος του Σόρον πλακώνει την καρδιά του. Πάντως εγώ είμαι ευτυχής που το φυλάνε καλά τα ξάγρυπνα Ξωτικά του Δάσους της Σκοτεινιάς. Η κακία του κι η δολιότητά του είναι μεγάλες και του δίνουν μια απίστευτη σχεδόν δύναμη μόλο που είναι τόσο λιπόσαρκο και ζαρωμένο. Θα μπορούσε να καταφέρει αρκετές παλιοδουλειές, αν ήταν ελεύθερο. Και δεν αμφιβάλλω πως το άφησαν να φύγει απ’ τη Μόρντορ για κάποιο πονηρό σκοπό.
— Αλίμονο! Αλίμονο! φώναξε ο Λέγκολας και στο ωραίο του πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη μεγάλη στενοχώρια. Τα νέα που μ’ έστειλαν να φέρω πρέπει τώρα να σας τα πω. Δεν είναι καλά, αλλά εδώ μόνο έμαθα πόσο άσχημα θα φανούν σ’ αυτή την ομήγυρη. Ο Σμήγκολ, που τώρα τον λένε Γκόλουμ, δραπέτευσε.
— Δραπέτευσε; φώναξε ο Άραγκορν. Αυτά είναι πράγματι άσχημα νέα. Φοβάμαι πως όλοι μας θα το μετανιώσουμε πικρά. Αλλά πώς έγινε ν’ αποτύχει ο λαός του Θράντουϊλ σ’ αυτό που του εμπιστεύτηκαν;
— Όχι επειδή δεν το φρουρούσαμε, είπε ο Λέγκολας· ίσως όμως απ’ την πολλή μας καλοσύνη. Και φοβόμαστε ότι ο φυλακισμένος είχε βοήθεια από άλλους· και φαίνεται ότι τα έργα μας είναι γνωστά περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε. Το φυλάγαμε το πλάσμα αυτό μέρα-νύχτα, όπως μας είχε παραγγείλει ο Γκάνταλφ, αν και είχαμε βαρεθεί αυτή τη δουλειά. Αλλά ο Γκάνταλφ μας είχε πει να ελπίζουμε στη θεραπεία του, και δε μας βαστούσε η καρδιά να το ’χουμε συνέχεια στα μπουντρούμια κάτω απ’ τη γη, γιατί εκεί θα ξαναγύριζε πίσω στις σκοτεινές του σκέψεις.