Выбрать главу

— Είσαστε πολύ λιγότερο αβροί μ’ εμένα, είπε ο Γκλόιν και τα μάτια του άστραψαν, καθώς ξύπνησαν μέσα του παλιές αναμνήσεις απ’ τον καιρό που ήταν φυλακισμένος στα υπόγεια του βασιλιά των Ξωτικών.

— Έλα τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Σε παρακαλώ, μη διακόπτεις, καλέ μου Γκλόιν. Η δική σας περίπτωση ήταν μια λυπηρή παρανόηση, που έχει τακτοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό. Αν όλα τα παράπονα που υπάρχουν ανάμεσα στα Ξωτικά και στους Νάνους αναφερθούν εδώ, τότε καλά θα κάνουμε να εγκαταλείψουμε αυτό το Συμβούλιο.

Ο Γκλόιν σηκώθηκε και υποκλίθηκε και ο Λέγκολας συνέχισε:

— Τις μέρες που είχε καλό καιρό πηγαίναμε το Γκόλουμ στο δάσος. Εκεί ήταν ένα δέντρο που στεκόταν μόνο του μακριά απ’ τ’ άλλα κι εκεί του άρεσε να σκαρφαλώνει. Πολύ συχνά το αφήναμε ν’ ανεβαίνει στα πιο ψηλά κλαδιά, μέχρι που ένιωθε το ελεύθερο αγέρι· αλλά βάζαμε φρουρό στη βάση του δέντρου. Μια μέρα αρνήθηκε να κατεβεί κι οι φρουροί δεν είχαν καμιά όρεξη ν’ ανεβούν να το κατεβάσουν: είχε μάθει ένα κόλπο να κολλάει στα κλαδιά με χέρια και με πόδια. Έτσι κάθισαν πλάι στο δέντρο μέχρι που η νύχτα προχώρησε για καλά.

» Κι εκείνη ακριβώς την καλοκαιριάτικη νύχτα, που ήταν χωρίς φεγγάρι κι άστρα, οι Ορκ έκαναν επίθεση χωρίς να το περιμένουμε. Τους απωθήσαμε έπειτα από κάμποση ώρα. Ήταν πολλοί κι άγριοι, αλλά είχαν έρθει πέρα απ’ τα βουνά και ήταν άμάθητοι στα δάση. Όταν τέλειωσε η μάχη, ανακαλύψαμε πως το Γκόλουμ ήταν φευγάτο κι οι φρουροί του ήταν σφαγμένοι ή αιχμάλωτοι. Τότε είδαμε καθαρά πως η επίθεση είχε γίνει με σκοπό τη διάσωσή του κι αυτό την ήξερε εκ των προτέρων. Πώς το είχε καταφέρει δεν μπορούμε να μαντέψουμε· αλλά το Γκόλουμ είναι παμπόνηρο και οι κατάσκοποι του Εχθρού πολλοί. Τα σκοτεινά όντα, που διώξαμε τη χρονιά που έπεσε ο Δράκος, έχουν γυρίσει πολύ περισσότερα και το Δάσος της Σκοτεινιάς έχει γίνει πάλι τόπος επικίνδυνος εκτός απ’ τα μέρη που βρίσκονται στην επικράτειά μας.

» Δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε το Γκόλουμ. Ανακαλύψαμε τα ίχνη του ανάμεσα στα ίχνη πολλών Ορκ· κατευθύνονταν βαθιά μες στο Δάσος πηγαίνοντας στο Νοτιά. Αλλά γρήγορα ξεπέρασε τις ικανότητές μας να το παρακολουθούμε και δεν τολμήσαμε να συνεχίσουμε το κυνήγι, γιατί πλησιάζαμε το Ντολ Γκούλντουρ κι αυτό το μέρος εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο· αποφεύγουμε να περνάμε απ’ εκεί.

— Λοιπόν, καλά, ας έφυγε, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν έχουμε καιρό να το γυρέψουμε πάλι. Θα κάνει αυτό που θα κάνει. Αλλ’ όμως ίσως παίξει κάποιον ρόλο ακόμα που ούτε αυτό ούτε ο Σόρον έχουν προβλέψει.

» Και τώρα θ’ απαντήσω στις άλλες ερωτήσεις του Γκάλντορ. Κι ο Σάρουμαν; Ποιες είναι οι συμβουλές του σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα; Την ιστορία αυτή πρέπει να σας τη διηγηθώ με λεπτομέρειες, γιατί μόνο ο Έλροντ την έχει ακούσει, κι αυτός εν συντομία· αλλά έχει σημασία σ’ αυτά που πρέπει ν’ αποφασίσουμε. Είναι το τελευταίο κεφάλαιο στην εξέλιξη της Ιστορίας του Δαχτυλιδιού ως τώρα.

» Προς το τέλος του Ιουνίου ήμουν στο Σάιρ, αλλά ένα σύννεφο ανησυχίας μου σκοτείνιαζε το μυαλό. Τότε πήγα με τ’ άλογό μου στα νότια σύνορα της μικρής χώρας. Γιατί είχα μια κακή προαίσθηση κινδύνου, που ήταν ακόμα κρυμμένος από μένα, αλλ’ όμως πλησίαζε. Εκεί μ’ έφτασαν μηνύματα που με πληροφορούσαν για πόλεμο καν ήττα στην Γκόντορ και σαν άκουσα για τη Μαύρη Σκιά μια παγωνιά πλάκωσε την καρδιά μου. Αλλά δε βρήκα τίποτα εκτός από λίγους πρόσφυγες απ’ το Νοτιά. Μου φαινόταν όμως πως τους πλάκωνε ένας φόβος, που γι΄ αυτόν δεν ήθελαν να μιλήσουν. Στράφηκα τότε ανατολικά και βορινά και ταξίδεψα στον Πράσινο Δρόμο. Κι όχι μακριά απ’ το Μπρί συνάντησα έναν ταξιδιώτη που καθόταν σ’ ένα ψήλωμα στην άκρη του δρόμου και δίπλα βοσκούσε τ’ άλογό του. Ήταν ο Ράνταγκαστ ο Καφετής, που κάποτε έμενε στο Ρόσγκομπελ, κοντά στα σύνορα του Δάσους της Σκοτεινιάς. Είναι συνάδελφός μου, αλλά δεν τον είχα δει εδώ και πολλά χρόνια.

» “Γκάνταλφ! φώναξε. Εσένα γύρευα. Αλλά αυτά τα μέρη μου είναι άγνωστα. Το μόνο που ήξερα είναι το ότι θα μπορούσα να σε βρω σε μια άγρια περιοχή με το κακόηχο όνομα Σάιρ.”

» “Οι πληροφορίες σου ήταν σωστές, είπα. Αλλά μη μιλάς έτσι, αν συναντήσεις κανέναν απ’ τους κατοίκους. Γιατί τώρα είσαι κοντά στα σύνορα του Σάιρ. Κι εμένα τι με θέλεις; Πρέπει να ’ναι επείγον. Ποτέ δε σου άρεσαν τα ταξίδια, εκτός κι υπήρχε μεγάλη ανάγκη.”

» “Είναι μεγάλη ανάγκη, είπε. Τα νέα μου είναι άσχημα.” Έπειτα κοίταξε γύρω του, λες κι οι φράχτες να είχαν αυτιά. “Οι Νάζγκουλ, ψιθύρισε. Οι Εννιά βγήκαν πάλι. Πέρασαν το Ποτάμι κρυφά και κινούνται δυτικά, έχουν μεταμφιεστεί σε καβαλάρηδες ντυμένους στα μαύρα.”