» “Μπορεί να ’ναι κι έτσι, είπε, αλλ’ αυτή η σκέψη άργησε να σου έρθει. Για πόσο καιρό άραγε δεν έχεις κρύψει από μένα, που είμαι ο αρχηγός του Συμβουλίου, ένα θέμα μεγάλης σπουδαιότητας; Τι σε φέρνει τώρα απ’ τον κρυψώνα σου στο Σάιρ;”
»“Οι Εννιά έχουν εξορμήσει πάλι, απάντησα. Έχουν περάσει τον Ποταμό. Έτσι μου είπε ο Ράνταγκαστ.”
» “Ο Ράνταγκαστ ο Καφετής! γέλασε ο Σάρουμαν, και δεν έκρυβε την περιφρόνησή του πια. Ο Ράνταγκαστ που εξημερώνει πουλιά! Ο Ράνταγκαστ ο Αγαθιάρης! Ο Ράνταγκαστ ο Ανόητος! Ευτυχώς κι είχε λίγο μυαλό να παίξει το ρόλο που του ανάθεσα. Ήρθες, κι αυτός ήταν ο σκοπός του μηνύματός μου. Κι εδώ θα μείνεις, Γκάνταλφ Γκρίζε, και θα ξεκουραστείς απ’ τα ταξίδια σου. Γιατί εγώ είμαι ο Σάρουμαν, ο Σοφός, ο Σάρουμαν ο Κατασκευαστής Δαχτυλιδιών, ο Σάρουμαν των Πολλών Χρωμάτων!”
» Πρόσεξα τότε και είδα ότι οι ρόμπες του, που είχαν φανεί λευκές, δεν ηταν, αλλά ήταν υφασμένες μ’ όλα τα χρώματα κι όταν κουνιόταν λαμπύριζαν κι άλλαζαν απόχρωση έτσι που το μάτι μπερδευόταν.
»“Το άσπρο μ’ αρέσει καλύτερα,” είπα.
»“Το άσπρο! είπε περιφρονητικά. Εξυπηρετεί σαν αρχή. Το λευκό ύφασμα μπορεί να χρωματιστεί. Η λευκή σελίδα να παραγεμίσει με γράμματα· και το λευκό φως μπορεί να διαθλαστεί.”
» “Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι πια λευκό, είπα εγώ. Κι αυτός που καταστρέφει κάτι για να βρει από τι αποτελείται, έχει ξεφύγει απ’ το μονοπάτι της σοφίας.”
» “Δεν υπάρχει λόγος να μου μιλάς λες κι είμαι κανένας απ’ τους χαζούς που έχεις για φίλους, είπε. Δε σ’ έφερα εδώ για να μου κάνεις μάθημα, αλλά για να σου δώσω τη δυνατότητα να διαλέξεις.”
«Τεντώθηκε κι ύστερα άρχισε να ρητορεύει, λες κι έβγαζε λόγο που τον είχε προ πολλού προετοιμάσει.
»“Οι Παλιές Μέρες έχουν φύγει. Η Μέση Εποχή περνά. Οι Νεότερες Μέρες αρχίζουν. Η εποχή των Ξωτικών πέρασε, αλλά η δική μας ώρα είναι κοντά: δηλαδή ο κόσμος των Ανθρώπων, που πρέπει εμείς να κυβερνήσουμε. Πρέπει όμως να έχουμε δύναμη, δύναμη να διατάζουμε τα πάντα όπως εμείς τα θέλουμε, για το καλό που μόνο εμείς οι Σοφοί μπορούμε να δούμε.”
» “Άκουσε, λοιπόν, Γκάνταλφ, παλιέ μου φίλε και βοηθέ! είπε και με πλησίασε μιλώντας τώρα με μαλακότερη φωνή. Είπα εμείς, γιατί εμείς μπορεί να γίνει αν έρθεις με το μέρος μου. Μια καινούρια Δύναμη σηκώνεται. Εναντίον της οι παλιοί σύμμαχοι και οι παλιές πολιτικές δε θα μας χρησιμέψουν σε τίποτα. Δεν υπάρχει ελπίδα στα Ξωτικά και στο Νούμενορ που σβήνει, Υπάρχει, λοιπόν, αυτή μόνο η δυνατότητα εκλογής ενώπιόν σου, ενώπιόν μας. Μπορούμε να πάμε με το μέρος αυτής της Δύναμης. Αυτό θα ήταν το σοφότερο, Γκάνταλφ. Έτσι υπάρχει ελπίδα. Η νίκη της είναι κοντά· κι αυτοί που θα τη βοηθήσουν θα πάρουν πλούσια αμοιβή. Όσο η Δύναμη αυξάνει κι αυτοί που θ’ αποδειχτούν φίλοι της θ’ αυξάνουν· κι οι Σοφοί, όπως εσύ κι εγώ, θα μπορέσουν ίσως με υπομονή να διευθύνουν τέλος την πορεία της, να τη θέσουν υπό έλεγχο. Μπορούμε να περιμένουμε να έρθει η ώρα μας, μπορούμε να κρατήσουμε τις σκέψεις μας κρυφές μες στις καρδιές μας· κι αν δε μας αρέσουν οι ασχήμιες που δυνατόν να γίνουν στο δρόμο, όμως θα επικροτούμε τον απώτερο και υψηλό σκοπό: δηλαδή τη Γνώση, την Εξουσία και την Τάξη· όλ’ αυτά για τα οποία έχουμε κουραστεί μάταια να πετύχουμε γιατί μας εμποδίζουν μάλλον παρά μας βοηθούν οι αδύναμοι ή νωθροί φίλοι μας. Δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει, δε θα γίνει καμιά πραγματική αλλαγή στα σχέδιά μας, μόνο στα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε.”
» “Σάρουμαν, είπα εγώ, έχω ακούσει λόγια αυτού του είδους και παλιότερα, αλλά μόνο απ’ το στόμα των απεσταλμένων της Μόρντορ με σκοπό ν’ απατήσουν τους αδαείς. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με κουβάλησες τόσο δρόμο μόνο και μόνο για να κάνεις τ’ αυτιά μου να βαρεθούν.”
» Με λοξοκοίταξε κι έπαψε για λίγο να σκεφτεί.
» “Λοιπόν, βλέπω ότι αυτός ο σοφός δρόμος δε φαίνεται να σου αρέσει, είπε. Μήπως όχι ακόμα; Μήπως όχι μέχρι να βρούμε κανένα καλύτερο τρόπο;”
» Ήρθε κι έβαλε το μακρύ χέρι του στο μπράτσο μου.
»“Και γιατί όχι, Γκάνταλφ; ψιθύρισε. Γιατί όχι; Το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι; Αν μπορούσαμε να το εξουσιάσουμε, τότε η Δύναμη θα περνούσε σ’ εμάς. Κι αυτός είναι αλήθεια ο λόγος που σ’ έφερα εδώ. Βλέπεις έχω πολλά μάτια στην υπηρεσία μου και πιστεύω πως εσύ ξέρεις πού βρίσκεται τώρα το πολύτιμο αυτό πράγμα. Δεν είναι έτσι; Αλλιώς γιατί οι Εννιά ψάχνουν να βρουν το Σάιρ· κι εσύ τι θέλεις εκεί;” Και καθώς έλεγε αυτά η μεγάλη του επιθυμία που δεν μπορούσε να κρύψει, έλαμψε ξαφνικά στα μάτια του.
» “Σάρουμαν, είπα και στάθηκα μπροστά του, μόνο ένα χέρι κάθε φορά μπορεί να χρησιμοποιεί το Ένα, κι αυτό το ξέρεις καλά, έτσι μην κουράζεσαι να λες εμείς. Αλλά δε θα το ’δινα, όχι, δε θα ’δινα ούτε νέα του σ’ εσένα, τώρα που μαθαίνω τις σκέψεις σου. Ήσουν ο αρχηγός του Συμβουλίου. αλλά έβγαλες τη μάσκα σου επιτέλους. Λοιπόν, φαίνεται πως μου μένα να διαλέξω, ή να υποκύψω στο Σόρον, ή σ’ εσένα. Δε διαλέγω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έχεις άλλες προτάσεις να κάνεις;”