Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού, ήρθε ένα φεγγαρόφωτο βράδυ ο Γκουάιχιρ ο Κύριος του Ανέμου, ο πιο γρήγορος απ’ όλους τους Μεγάλους Αετούς, ήρθε χωρίς κανείς να τον περιμένει στο Όρθανκ· και με βρήκε να στέκομαι στον ψηλό πύργο. Τότε του μίλησα και με πήρε μακριά πριν πάρει είδηση ο Σάρουμαν. Βρισκόμουν πολύ μακριά απ’ το Ίσενγκαρντ όταν οι λύκοι και οι ορκ βγήκαν απ’ την πύλη για να με κυνηγήσουν.
»“Πόσο μακριά αντέχεις να με μεταφέρεις;” είπα στον Γκουάιχιρ.
» “Πολλές λεύγες, είπε αυτός, αλλά όχι και στην άκρη της γης. Μ’ έστειλαν να μεταφέρω νέα, όχι φορτία.”
»“Τότε θα πρέπει ν’ αποκτήσω ένα άτι στη γη, είπα, ένα άτι πολύ γρήγορο, γιατί ποτέ ως τώρα δεν είχα τόση ανάγκη να κάνω γρήγορα.”
»“Αν είναι έτσι, θα σε πάω στο Έντορας, όπου ο Κύριος του Ρόαν κάθεται στο παλάτι του, είπε, γιατί δεν είναι μακριά.”
» Εγώ χάρηκα γιατί στο Ρίντερμαρκ του Ρόαν ζουν οι Ροχίριμ, οι Αλογο-αφεντάδες· και δεν υπάρχουν πουθενά άλογα που να συγκρίνονται μ’ εκείνα που γεννιούνται και μεγαλώνουν σ’ αυτή τη μεγάλη κοιλάδα ανάμεσα στα Λευκά και στα Συννεφιασμένα Βουνά.
»“Νομίζεις πως οι άνθρωποι του Ρόαν είναι ακόμα έμπιστοι;” είπα στον Γκουάιχιρ, γιατί η προδοσία του Σάρουμαν είχε λιγοστέψει την εμπιστοσύνη μου.
»“Πληρώνουν άλογα σαν φόρο υποτέλειας, απάντησε, και στέλνουν πολλά κάθε χρόνο στη Μόρντορ, τουλάχιστον έτσι λέγεται· αλλά δε βρίσκονται ακόμα κάτω απ’ το ζυγό. Αν όμως ο Σάρουμαν έχει γίνει προδότης, όπως λες, τότε το τέλος τους δε θα καθυστερήσει πολύ.”
» Με κατέβασε στη γη του Ρόαν πριν χαράξει. Ως εδώ μάκρυνα πολύ την ιστορία μου, την υπόλοιπη θα την κάνω συντομότερη. Στο Ρόαν βρήκα πως το κακό είχε κιόλας αρχίσει να δουλεύει: τα ψέματα του Σάρουμαν· έτσι που ο βασιλιάς δεν ήθελε ν’ ακούσει τις προειδοποιήσεις μου. Μου είπε να πάρω ένα άλογο και να φύγω. Κι εγώ διάλεξα ένα που πολύ μου άρεσε, αλλά πολύ λίγο άρεσε σ’ αυτόν. Πήρα το καλύτερο άλογο της χώρας του. Δεν έχω δει άλογο όμοιο μ’ αυτό.
— Θα πρέπει να είναι πράγματι αρχοντικό ζώο, είπε ο Άραγκορν· και με στενοχωρεί περισσότερο από πολλά άλλα νέα, που ίσως φαίνοται χειρότερα, το ότι ο Σόρον παίρνει τέτοιο φόρο. Αυτό δε συνέβαινε όταν για τελευταία φορά ήμουν σ’ εκείνη τη χώρα.
— Ούτε και τώρα συμβαίνει, θα μπορούσα να τ’ ορκιστώ, είπε ο Μπορομίρ. Είναι ψέμα που προέρχεται απ’ τον Εχθρό. Τους ξέρω τους άντρες του Ρόαν, είναι πιστοί και γενναίοι, είναι σύμμαχοι μας κι ακόμα κατοικούν στη γη που τους δώσαμε από πολύ παλιά.
— Η σκιά της Μόρντορ απλώνεται σε μακρινές χώρες, απάντησε ο Άραγκορν. Ο Σάρουμαν βρίσκεται από κάτω της. Το Ρόαν πιέζεται. Ποιος ξέρει τι θα βρεις εκεί, αν ποτέ επιστρέψεις;
— Τουλάχιστον όχι αυτό, είπε ο Μπορομίρ, όχι ότι εξαγοράζουν τις ζωές τους μ’ άλογα. Αγαπούν τ’ άλογα σαν το αίμα τους. Κι όχι χωρίς λόγο, γιατί τα άλογα του Ρίντερμαρκ κατάγονται από τα βοσκοτόπια του Βοριά, μακριά απ’ τη Σκιά· και η ράτσα τους, όπως κι η ράτσα των αφεντάδων τους, προέρχεται απ’ τις παλιές ελεύθερες μέρες.
— Έτσι είναι στ’ αλήθεια! είπε ο Γκάνταλφ. Και υπάρχει ανάμεσά τους ένα, που ίσως να γεννήθηκε στο ξημέρωμα του κόσμου. Τα άλογα των εννέα δεν μπορούν να του παραβγούν· είναι ακούραστο και γοργό σαν τον άνεμο. Το λένε Ίσκιο. Τη μέρα το τρίχωμά του λάμπει σαν ασήμι και τη νύχτα μοιάζει σκιά και περνάει αόρατος. Και τι ανάλαφρο τρέξιμο! Κανείς ποτέ δεν τον έχει καβαλικέψει, αλλά εγώ τον πήρα και τον ημέρωσα και, τόσο γρήγορα μ’ έφερε ώστε έφτασα στο Σάιρ όταν ο Φρόντο ήταν στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων, αν και ξεκίνησα απ’ το Ρόαν τότε που ξεκίνησε απ’ το Χόμπιτον.
» Αλλά καθώς ταξίδευα, ο φόβος μου μεγάλωνε. Όσο ερχόμουν στο βοριά μάθαινα νέα των Καβαλάρηδων και, αν και τους πλησίαζα μέρα με τη μέρα, βρίσκονταν όμως πάντα πιο μπροστά από μένα. Έμαθα ότι είχαν χωρίσει τη δύναμή τους: μερικοί έμειναν στ’ ανατολικά σύνορα, όχι μακριά απ’ τον Πράσινο Δρόμο και μερικοί μπήκαν στο Σάιρ απ’ το νοτιά. Έφτασα στο Χόμπιτον κι ο Φρόντο ήταν φευγάτος. Κουβέντιασα με το γερο-Γκάμγκη. Μου είπε ένα σωρό πράγματα, αλλά λίγα απ’ αυτά με ενδιέφεραν. Πιο πολύ μιλούσε για τα στραβά των καινούριων ενοίκων του Μπαγκ Εντ.
» “Εμένα μαθές δε μ’ αρέσουν οι αλλαγές, έλεγε, δεν είναι για την ηλικία μου· και πιο λίγο απ’ όλες δε μ’ αρέσουν οι αλλαγές στα χειρότερα.” “Αλλαγές στα χειρότερα”, αυτό το ’λεγε και το ξανάλεγε.
»“Χειρότερα, είναι μια λέξη, του είπα, που ελπίζω να μη ζήσεις να τη δεις να γίνεται αλήθεια.” Ανάμεσα όμως απ’ τα λόγια του κατάφερα τέλος να καταλάβω πως ο Φρόντο είχε φύγει απ’ το Χόμπιτον λίγο λιγότερο από μια βδομάδα πριν και πως ένας μαύρος Καβαλάρης είχε έρθει στο λόφο το ίδιο εκείνο βράδυ. Τότε συνέχισα το ταξίδι μου γεμάτος φόβο. Έφτασα στο Μπάκλαντ και τους βρήκα άνω κάτω, να τρέχουν πέρα δώθε σαν μυρμηγκοφωλιά που την ανακάτεψαν μ’ ένα ξύλο. Πήγα στο σπίτι στο Κρικχόλοου και το βρήκα με σπασμένη την πόρτα κι άδειο· αλλά στο κατώφλι βρισκόταν ένας μανδύας που ήταν του Φρόντο. Τότε, για λίγο, μ’ άφησε η ελπίδα και δε στάθηκα για να μάθω νέα, αν περίμενα θα είχα παρηγορηθεί, αλλά κάλπασα στα ίχνη των Καβαλάρηδων. Ήταν δύσκολο να τ’ ακολουθήσω, γιατί έπαιρναν πολλούς δρόμους και μπερδεύτηκα. Αλλά μου φάνηκε πως ένας ή δυο είχαν τραβήξει κατά το Μπρι. Πήγα κι εγώ προς τα εκεί γιατί σκέφτηκα μερικά πράγματα που θα μπορούσα να πω στον ξενοδόχο.