» “Τον λένε Βουτυράτο, σκέφτηκα. Αν αυτή η αργοπορία είναι εξαιτίας του. θα του λιώσω όλο το βούτυρο που έχει απάνω του. Θα τον ψήσω το γερο-ανόητο σε σιγανή φωτιά”. Δεν περίμενε τίποτα καλύτερο, και, σαν είδε το πρόσωπό μου, έπεσε χάμω κι άρχισε να λιώνει επί τόπου.
— Τι του έκανες; φώναξε ο Φρόντο τρομαγμένος. Ήταν πολύ ευγενικός μαζί μας κι έκανε ό,τι μπορούσε για να μας βοηθήσει.
Ο Γκάνταλφ γέλασε.
— Μη φοβάσαι! είπε. Δεν τον δάγκωσα, και πολύ λίγο τον κατσάδιασα. Τύπο χάρηκα από τα νέα που κατάφερε να μου πει, σαν έπαψε να τρέμει. που τον πήρα στην αγκαλιά μου. Το πώς έγινε δεν μπορούσα τότε να το μαντέψω, αλλά έμαθα ότι ήσουν στο Μπρι το προηγούμενο βράδυ κι ότι είχες φύγει εκείνο το πρωινό με το Γοργοπόδαρο.
»“Με το Γοργοπόδαρο!” ξεφώνισα τρελός απ’ τη χαρά μου.
»“Μάλιστα, κύριε, δυστυχώς έτσι φοβάμαι, κύριε, είπε ο Βουτυράτος παρεξηγώντας το ξεφωνητό. Πήγε και τους βρήκε, όσο κι αν προσπάθησα να τον εμποδίσω· κι αυτοί τον εμπιστεύτηκαν. Φέρθηκαν πολύ παράξενα όσο καιρό ήταν εδώ: πεισματάρικα, να πούμε.”
» “Χαζέ! Ανόητε! Τρισάξιε και τρισαγαπημένε Μπιρόχορτε! είπα εγώ. Λυτά είναι τα καλύτερα νέα που έχω ακούσει από τότε που πέρασε το μεσοκαλόκαιρο. Αξίζουν τουλάχιστον ένα χρυσό φλουρί. Να. θα κάνω μάγια στην μπίρα σου και για εφτά χρόνια θα είναι η καλύτερη απ’ όλες! είπα. Τώρα μπορώ να ξεκουραστώ για μια νύχτα. Κοντεύω να ξεχάσω πότε ξεκουράστηκα για τελευταία φορά.”
» Έτσι έμεινα εκεί τη νύχτα και απορούσα τι να είχαν γίνει οι Καβαλάρηδες· γιατί στο Μπρι, απ’ ό,τι φαινόταν, υπήρχαν νέα μόνο για δύο. Αλλά εκείνο το βράδυ ακούσαμε περισσότερα. Ήρθαν τουλάχιστον πέντε απ’ τη δύση κι έριξαν κάτω τις πύλες και πέρασαν μέσα από το Μπρι σαν τον άνεμο που ουρλιάζει· και οι κάτοικοι του Μπρι ακόμα τρέμουν και περιμένουν τη συντέλεια του κόσμου. Εγώ σηκώθηκα πριν την αυγή και τους πήρα από πίσω.
»Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται ολοφάνερο πως κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα: Ο αρχηγός τους έμεινε κρυμμένος μακριά στα νότια του Μπρι, ενώ δύο κάλπασαν μπροστά διασχίζοντας το χωριό και τέσσερις άλλοι μπήκαν στο Σάιρ. Αλλά όταν απέτυχαν στο Μπρι και στο Κρικχόλοου, γύρισαν στον αρχηγό τους με τα νέα κι έτσι άφησαν — εκτός βέβαια απ’ τους κατασκόπους — αφύλαχτο για λίγο το δρόμο. Ο αρχηγός τότε έστειλε μερικούς ανατολικά μέσ’ απ’ τα χωράφια κι αυτός ο ίδιος πολύ θυμωμένος κάλπασε με τους υπόλοιπους ακολουθώντας το δρόμο.
»Έτρεξα σαν τον άνεμο για την Κορυφή των Καιρών και έφτασα εκεί πριν πέσει ο ήλιος, δυο μέρες αργότερα αφότου ξεκίνησα απ’ το Μπρι — κι εκείνοι ήταν εκεί μπροστά μου πριν από μένα. Απομακρύνθηκαν, γιατί ένιωσαν το θυμωμένο ερχομό μου και δεν τολμούσαν να μ’ αντιμετωπίσουν όσο ακόμα ο ήλιος ήταν στον ουρανό. Αλλά με περικύκλωσαν τη νύχτα και με πολιόρκησαν στη λοφοκορφή, στον παλιό κύκλο του Άμον-Σουλ. Στ’ αλήθεια με στρίμωξαν άσχημα: τέτοια φώτα και φλόγες κανείς δε θα ’χε ξαναδεί στην Κορυφή των Καιρών από την εποχή που άναβαν προειδοποιητικές φωτιές στους πολέμους παλιά.
» Με την ανατολή του ήλιου τους ξέφυγα και κάλπασα στο βοριά. Δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα έκανα τίποτα περισσότερο. Μου ήταν αδύνατο να σε βρω, Φρόντο, μες στην ερημιά και θα ήταν ανόητο να το προσπαθήσω τη στιγμή που και οι Εννιά με κυνηγούσαν. Έτσι εμπιστεύτηκα τον Άραγκορν. Έλπιζα όμως να παρασύρω μερικούς ξοπίσω μου και να φτάσω και πρώτος στο Σκιστό Λαγκάδι για να στείλω βοήθεια. Πράγματι τέσσερις Καβαλάρηδες μ’ ακολούθησαν, αλλά έπειτα από λίγο γύρισαν πίσω, φαίνεται, και τράβηξαν για το Πέρασμα. Αυτό οπωσδήποτε βοήθησε λιγάκι γιατί έμειναν μόνο πέντε κι όχι εννέα όταν έκαναν επίθεση στον καταυλισμό σας.
» Τέλος έφτασα εδώ ακολουθώντας ένα μακρύ και δύσκολο δρόμο απ’ τον Ασημόπηγο, διασχίζοντας τα Έτενμουρς κι ύστερα κατηφορίζοντας εδώ απ’ το βοριά. Μου πήρε σχεδόν δεκατέσσερις μέρες απ’ την Κορυφή των Καιρών, γιατί το άλογο μού ήταν άχρηστο ανάμεσα στα κατσάβραχα στον κάμπο των Γιγάντων, κι έτσι έφυγε ο Ίσκιος. Τον έστειλα πίσω στον κύριό του· μια μεγάλη όμως φιλία έχει γεννηθεί ανάμεσά μας κι αν ποτέ τον χρειαστώ θα έρθει αμέσως μόλις τον καλέσω. Έτσι έφτασα στο Σκιστό Λαγκάδι τρεις μόνο μέρες πριν από το Δαχτυλίδι, αλλά νέα για τον κίνδυνο είχαν κιόλας φτάσει εδώ — πράγμα που αποδείχτηκε στ’ αλήθεια καλό.