— Έτσι ξαναγυρίζουμε γι’ άλλη μια φορά στην καταστροφή του Δαχτυλιδιού, είπε ο Έρεστορ, δίχως να έχουμε πλησιάσει πιο κοντά στη λύση, Τι δύναμη έχουμε για να βρούμε τη Φωτιά που φτιάχτηκε; Αυτό είναι το μονοπάτι της απελπισίας. Της ανοησίας θα ’λεγα, αν δε μου το απαγόρευε η μακρόχρονη σοφία του Έλροντ.
— Απελπισία ή ανοησία; είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είναι απελπισία, γιατί η απελπισία είναι μόνο για κείνους που βλέπουν το τέλος πέρα από κάθε αμφιβολία. Εμείς δεν το βλέπουμε. Είναι σοφία ν’ αναγνωρίζεις την αναγκαιότητα, όταν όλοι οι δρόμοι έχουν ζυγιστεί, αν και μπορεί να φανεί ανοησία σ’ εκείνους που επιμένουν σε ψεύτικες ελπίδες. Λοιπόν ας αφήσουμε την ανοησία να είναι το κάλυμμά μας, ένα πέπλο μπροστά στα μάπα του Εχθρού! Γιατί αυτός είναι πολύ σοφός και ζυγίζει τα πράγματα ως την τελευταία λεπτομέρεια στη ζυγαριά της κακίας του. Αλλά το μόνο μέ τρο που γνωρίζει είναι η επιθυμία, η επιθυμία για δύναμη· και μ’ αυτή κρίνει όλες τις καρδιές. Μες στη δική του την καρδιά δε θα περάσει η σκέψη πως είναι κανείς δυνατόν να το αρνηθεί, πως, έχοντας το Δαχτυλίδι, μπορεί να ζητήσουμε να το καταστρέψουμε. Αν, λοιπόν, εμείς ζητήσουμε αυτό ακριβώς, θα τον κάνουμε να πέσει έξω στους υπολογισμούς του.
— Τουλάχιστο για ένα διάστημα, είπε ο Έλροντ. Αυτός είναι ο δρόμος, αλλά θα είναι πολύ σκληρός. Και ούτε η δύναμη, ούτε η σοφία θα μας πάνε μακριά. Αυτή την αποστολή μπορούν να την αναλάβουν οι αδύνατοι με την ίδια ελπίδα όπως κι οι δυνατοί. Έτσι βλέπετε πάει συχνά ο δρόμος των έργων που κινούν τους τροχούς του κόσμου: μικρά χέρια δουλεύουν γιατί αυτά πρέπει, ενώ τα μάτια των μεγάλων είναι στραμμένα αλλού.
— Πολύ καλά, πολύ καλά. Άρχοντα Έλροντ! είπε ο Μπίλμπο ξαφνικά. Μη λες τίποτ’ άλλο! Είναι φως φανάρι πού το πας. Ο Μπίλμπο ο ανόητος χόμπιτ άρχισε αυτή την υπόθεση, κι ο Μπίλμπο καλά θα κάνει να την τελειώσει ή να τελειώσει! Είχα βολευτεί μια χαρά εδώ και δούλευα το βιβλίο μου. Κι αν θες να ξέρεις μάλιστα, μόλις τώρα γράφω το τέλος του. Είχα σκεφτεί να βάλω: κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα. Είναι καλό κλείσιμο, και δεν πειράζει που το έχουν ξαναχρησιμοποιήσει. Τώρα θα πρέπει να τ’ αλλάξω: δε μου φαίνεται να πραγματοποιείται· και είναι φανερό πως θα έχει αρκετά κεφάλαια ακόμα, αν ζήσω να τα γράψω. Κι αυτό είναι φοβερός μπελάς. Πότε πρέπει να ξεκινήσω;
Ο Μπορομίρ κοίταξε κατάπληκτος τον Μπίλμπο, αλλά το γέλιο έσβησε απ’ τα χείλια του όταν είδε πως όλοι οι άλλοι κοίταζαν σοβαρά το γερο-χόμπιτ και με σεβασμό. Μόνο ο Γκλόιν χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του προερχόταν από πολλές αναμνήσεις.
— Μα φυσικά, καλέ μου Μπίλμπο, είπε ο Γκάνταλφ. Αν εσύ πραγματικά είχες ξεκινήσει αυτή την υπόθεση, θα μπορούσαμε και να περιμένουμε από πένα να την τελειώσεις. Αλλά ξέρεις αρκετά καλά τώρα πως το ξεκίνημα είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για τον οποιονδήποτε να ισχυριστεί ότι το έκανε. Μόνο ένα μικρό ρόλο παίζει ο κάθε ήρωας στα μεγάλα κατορθώματα κάθε φορά. Δε χρειάζεται να υποκλίνεσαι! Αν κι αυτά που είπες τα πιστεύεις, και δεν αμφιβάλλουμε πως κάτω απ’ το αστείο κάνεις μια γενναία προσφορά. Είναι όμως πάνω απ’ τις δυνάμεις σου, Μπίλμπο. Δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. Έχει πάει πιο κάτω. Αν χρειάζεσαι τη συμβουλή μου πιά. θα έλεγα πως ο ρόλος σου τέλειωσε, εκτός σαν χρονικογράφου. Τέλειωσε το βιβλίο σου, κι άφησε το τέλος χωρίς να τ’ αλλάξεις! Υπάρχει ακόμα ελπίδα γι’ αυτό. Αλλά ετοιμάσου να γράψεις έναν επίλογο, σαν αυτοί επιστρέψουν.
Ο Μπίλμπο γέλασε.
— Ποτέ μου δε σ’ έχω ξανακούσει να μου δίνεις ευχάριστες συμβουλές, είπε. Κι επειδή όλες οι δυσάρεστες συμβουλές σου βγήκαν καλές, σκέφτομαι μήπως αυτή η συμβουλή σου είναι κακή. Όμως δε νομίζω πως έχω για τη δύναμη ή την καλή τύχη να τακτοποιήσω το Δαχτυλίδι. Αυτό έχει μεγαλώσει, αλλά εγώ όχι. Αλλά πες μου τι εννοείς λέγοντας αυτοί;
Τους αγγελιοφόρους που θα πάνε με το Δαχτυλίδι.
Ακριβώς! Και ποιοι πρόκειται να είναι; Γιατί μου φαίνεται πως αυτό είναι όλο κι όλο που πρέπει να αποφασίσει το συμβούλιο. Τα ξωτικά μπόρεί να τρέφονται μόνο με λόγια κι οι Νάνοι ν’ αντέχουν σε μεγάλες κακου-χίες· αλλά εγώ είμαι μονάχα ένας γερο-χόμπιτ και θέλω να φάω το μεσημέρι. Δεν μπορείτε να σκεφτείτε μερικά ονόματα τώρα; Ή να το αναβάλετε για μετά το φαγητό;
Κανείς δεν απάντησε. Το μεσημεριανό καμπανάκι χτύπησε. Κι ακόμα κανείς δε μίλησε. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά σ’ όλα τα πρόσωπα, αλλά δεν ήταν στραμμένα σ’ αυτόν. Όλο το Συμβούλιο καθόταν με χαμηλωμένα μάτια. λες και σκεφτόταν βαθιά. Ένας μεγάλος τρόμος τον έπιασε, λες και περίμενε ν’ ακούσει κάτι μοιραίο που το είχε εδώ και πολύ καιρό μαντέψει και που μάταια έλπιζε ότι στο τέλος μπορούσε και να μην ειπωθεί ποτέ. Μια δυνατή επιθυμία να ξεκουραστεί και να μείνει ειρηνικά στο πλευρό του Μπίλμπο στο Σκιστό Λαγκάδι πλημμύρισε όλη του την καρδιά. Τέλος, καταβάλοντας μεγάλη προσπάθεια, μίλησε, κι απόρησε που άκουσε τα ιδια του τα λόγια, λες και κάποια θέληση να χρησιμοποιούσε τη μικρή του φωνή.