Выбрать главу

— Α, κατάλαβα! είπε ο Σαμ απαισιόδοξα. Θα περιμένουμε μέχρι να φτάσει ο χειμώνας.

— Δε γίνεται αλλιώς, είπε ο Μπίλμπο. Και, ως ένα σημείο, νεαρέ μου Φρόντο, το φταίξιμο είναι δικό σου: φαγώθηκες να περιμένεις, καλά και σώνει, ως τα γενέθλιά μου. Μωρέ τρόπο που βρήκες να τα γιορτάσεις! Εγώ ποτέ δε θα διάλεγα αυτή τη μέρα για να βάλω τους Σάκβιλ-Μπάγκινς στο Μπαγκ Εντ. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν έτσι: δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι την άνοιξη, αλλά ούτε και να φύγεις αν δε γυρίσουν πίσω οι ανιχνευτές.

Σαν αρχίσουν οι πρώτες παγωνιές του χειμώνα κι απ’ το κρύο ραγίζουν οι πέτρες τη νύχτα· σαν παγώσουν οι λίμνες, και τα δέντρα γυμνά, κακοτύχερος όποιος πλανιέται στην πικρή ερημιά.

Αλλά πολύ φοβάμαι πως αυτή θα ’ναι η τύχη σου.

— Συμφωνώ, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε αν δε μάθουμε π απόγιναν οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Νόμιζα πως χάθηκαν όλοι στην πλημμύρα, είπε ο Μέρι.

— Τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού δε χάνονται έτσι εύκολα, είπε ο Γκάνταλφ. Μέσα τους έχουν τη δύναμη του αφέντη τους και ζουν ή χάνονται μαζί μ’ αυτόν. Ελπίζουμε πως όλοι έχασαν τα άλογά τους και ξεσκεπάστηκαν κι έτσι τώρα θα γίνουν για λίγο καιρό λιγότερο επικίνδυνοι· αλλά πρέπει να είμαστε σίγουροι. Στο μεταξύ πρέπει να προσπαθήσεις να ξεχάσεις τις έννοιες σου. Φρόντο. Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω· αλλά σου λέω αυτό ανεπίσημα. Κάποιος είπε πως θα χρειαστεί ένας με μυαλό στη συντροφιά. Είχε δίκιο. Νομίζω πως θα έρθω μαζί σας.

Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά του Φρόντο σαν το άκουσε, που ο Γκάνταλφ σηκώθηκε απ’ το περβάζι του παράθυρου που καθόταν, έβγαλε το καπέλο του κι υποκλίθηκε.

— Εγώ είπα μονάχα πως νομίζω πως θα έρθω. Μην το δέσεις κόμπο. Σ’ αυτή την υπόθεση τον κύριο λόγο τον έχουν ο Έλροντ κι ο φίλος σου ο Γοργοπόδαρος. Να, και τώρα θυμήθηκα πως θέλω να δω τον Έλροντ. Πρέπει να φύγω.

— Πόσος καιρός νομίζεις πως μου μένει εδώ; ρώτησε ο Φρόντο τον Μπίλμπο σαν έφυγε ο Γκάνταλφ.

— Ω, πού να ξέρω! Δεν μπορώ να μετρήσω τις μέρες στο Σκιστό Λαγκάδι. είπε ο Μπίλμπο. Θα ’λεγα όμως, αρκετές. Θα μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε με την ψυχή μας. Τι θα “λεγες να με βοηθήσεις στο βιβλίο μου και να κάνεις αρχή στο επόμενο; Σκέφτηκες κανένα τέλος;

— Ναι. αρκετά, κι όλα μαύρα κι άραχλα, είπε ο Φρόντο. Αποκλείεται! είπε ο Μπίλμπο. Όλα τα βιβλία πρέπει να τελειώνουν καλά. Πώς σου φαίνεται αυτό: κι όλοι τακτοποιήθηκαν κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;

— Πολύ καλό. αν ποτέ γίνει έτσι, είπε ο Φρόντο.

— Α! είπε ο Σαμ. Και πού θα ζήσουνε; Εγώ πολύ το σκέφτομαι αυτό.

Για αρκετή ώρα οι χόμπιτ συνέχισαν να κουβεντιάζουν και να αναλογίζονται το περασμένο ταξίδι και τους κινδύνους που βρίσκονταν μπροστά τους. Τέτοια όμως ήταν η δύναμη της κοιλάδας του Σκιστού Λαγκαδιού που γρήγορα όλος ο φόβος κι η ανησυχία έφυγαν από πάνω τους. Το μέλλον, καλό ή κακό. δεν ξεχάστηκε, αλλά έπαψε να έχει τη δύναμη να σκιάζει το παρόν. Δυνάμωσαν και πήραν ελπίδα και χαίρονταν τις καλές μέρες, απολάμβαναν το κάθε γεύμα και κάθε κουβέντα και τραγούδι.

Έτσι οι μέρες κυλούσαν κι έφευγαν και κάθε πρωινό ξημέρωνε όλο φως κι ομορφιά και κάθε δειλινό ακολουθούσε δροσερό κι ασυννέφιαστο. Το φθινόπωρο όμως έφευγε γρήγορα· αργά αργά το χρυσό φως χλώμιασε κι έγινε ασημένιο και τα φύλλα που καθυστερούσαν, έπεσαν απ’ τα γυμνά δέντρα. Ένας άνεμος άρχισε να φέρνει παγωνιά απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά στην ανατολή. Το Φεγγάρι των Κυνηγών γέμισε στον ουρανό κι έδιωξε όλα τα μικρότερα αστέρια. Αλλά χαμηλά στο Νοτιά ένα κόκκινο αστέρι έλαμπε. Κάθε νύχτα, σαν άρχισε πάλι το φεγγάρι να χάνει, αυτό έλαμπε όλο και πιο ζωηρό. Ο Φρόντο μπορούσε να το βλέπει απ’ το παράθυρό του, βαθιά μες στα ουράνια, να ανάβει σαν ένα ακοίμητο μάτι που φεγγοβολούσε πάνω απ’ τα δέντρα στην άκρη της κοιλάδας.

Οι χόμπιτ ήταν σχεδόν δυο μήνες στο Σπίτι του Έλροντ κι ο Νοέμ βρης είχε φύγει παίρνοντας μαζί του και τα τελευταία απομεινάρια του φθινόπωρου κι ο Δεκέμβρης περνούσε, σαν άρχισαν να γυρίζουν πίσω οι ανιχνευτές. Μερικοί είχαν ταξιδέψει στο Βοριά πέρα απ’ τις πηγές του Ασημόπηγου στα Έτενμουρς· κι άλλοι είχαν πάει στη Δύση και με τη βοήθεια του Άραγκορν και των Περιφερόμενων Φυλάκων είχαν χτενίσει τις περιοχές απ’ τον Γκριζονέρη και κάτω ως το Θάρμπαντ, εκεί που ο παλιός Βόρειος Δρόμος διάσχιζε το ποτάμι μέσα από μια ερειπωμένη πολιτεία. Πολλοί είχαν ταξιδέψει ανατολικά και νότια· μερικοί απ’ αυτούς είχαν περάσει τα Βουνά κι είχαν πάει στο Δάσος της Σκοτεινιάς, ενώ άλλοι είχαν σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις πηγές του Φλαμπουροπόταμο υ κι είχαν κατεβεί στην Έρημη Χώρα, είχαν διασχίσει το Φλαμπουρότοπο κι είχαν φτάσει ως την παλιά κατοικία του Ράνταγκαστ στο Ρόσγκομπελ. Ο Ράνταγκαστ δεν ήταν εκεί· κι εκείνοι είχαν γυρίσει πίσω απ’ το ψηλό πέρασμα που λέγεται η Σκάλα του Ντίμριλ. Οι γιοι του Έλροντ, ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ, γύρισαν τελευταίοι· αυτοί είχαν κάνει πολύ μεγάλο ταξίδι κι είχαν περάσει τον Απημόφλεβο Ποταμό κι είχαν πάει σε μια παράξενη χώρα, αλλά δεν έλεγαν σε κανέναν τίποτα για την αποστολή τους εκτός απ’ τον Έλροντ.