Выбрать главу

— Μένει να βρούμε δύο ακόμα, είπε ο Έλροντ. Θα το σκεφτώ ακόμα. Μέσα. από το σπίτι μου μπορεί να βρω κάποιους που να μου φανεί καλό να τους στείλω.

— Έτσι όμως δε θα ’χει θέση για μας! φώναξε ο Πίπιν απελπισμένα. Δε θέλουμε να μείνουμε πίσω. Θέλουμε να πάμε με το Φρόντο.

— Το λέτε γιατί δεν μπορείτε να φανταστείτε τι θα συναντήσετε, είπε ο Έλροντ.

— Ούτε κι ο Φρόντο το φαντάζεται, είπε ο Γκάνταλφ, υποστηρίζοντας απροσδόκητα τον Πίπιν. Ούτε κανείς από μας βλέπει καθαρά. Είναι αλήθεια πως αν αυτοί εδώ οι χόμπιτ καταλάβαιναν πέρα για πέρα τον κίνδυνο, δε θα τολμούσαν να πάνε. Δε θα έπαυαν όμως να το θέλουν ή να εύχονται να το είχαν τολμήσει και να ’νιωθαν ντροπιασμένοι και δυστυχισμένοι, Νομίζω. Έλροντ, πως σ’ αυτή την υπόθεση καλύτερα να εμπιστευτούμε τη φιλία τους παρά τη μεγάλη μας σοφία. Ακόμα κι αν διάλεγες για μας έναν πολύ μεγάλο Ξωτικο-άρχοντα σαν τον Γκλορφίντελ, ούτε κι αυτός θα μπορούσε να πάρει μ’ έφοδο το Μαύρο Πύργο, ούτε ν’ ανοίξει το δρόμο για τη Φωτιά με τη δύναμή του.

— Μιλάς σοβαρά, είπε ο Έλροντ, αλλά εγώ έχω αμφιβολίες. Το Σάιρ, προβλέπω, δε βρίσκεται τώρα πια εκτός κινδύνου· και είχα σκεφτεί να στείλω πίσω αυτούς τους δυο σαν αγγελιοφόρους, να. κάνουν ό,τι μπορούν. σύμφωνα με τους τρόπους της χώρας τους, για να προειδοποιήσουν τον κόσμο για τον κίνδυνο που τους απειλεί. Και, οπωσδήποτε, νομίζω πως ο νεότερος απ’ τους δυο, ο Πέρεγκριν Τουκ, πρέπει να μείνει. Δε μου πάει η καρδιά μου να τον αφήσω να πάει.

— Τότε, Κύριε Έλροντ, θα πρέπει να με κλείσεις στη φυλακή, ή να με στείλεις πίσω δεμένο σ’ ένα σακί, είπε ο Πίπιν. Γιατί αλλιώς εγώ θ’ ακολουθήσω την Ομάδα.

— Τότε. «ς γίνει έτσι. Πήγαινε, είπε ο Έλροντ κι αναστέναξε. Τώρα οι Εννέα θέσεις συμπληρώθηκαν. Σε εφτά μέρες η Ομάδα πρέπει να ξεκινήσει.

Το Σπαθί του Έλεντιλ συγκολλήθηκε ξανά από Ξωτικά-σιδεράδες και στη λάμα του σκαλίστηκαν ένα Μισοφέγγαρο, ο Ήλιος με τις ακτίνες του κι εφτά αστέρια ανάμεσά τους· κι ολόγυρα γράφτηκαν πολλά ρουνικά· γιατί ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, πήγαινε να πολεμήσει στα μέρη της Μόρντορ. Σαν ξανακόλλησε το σπαθί άστραφτε ολόκληρο· το φως του ήλιου καθρεφτιζόταν κόκκινο πάνω του και το φως του φεγγαριού έλαμπε παγωμένο. Η κόψη του ήταν σκληρή καν κοφτερή. Ο Άραγκορν του έδωσε καινούριο όνομα και το είπε Αντούριλ, η Φλόγα της Δύσης.

Ο Άραγκορν κι ο Γκάνταλφ πήγαιναν βόλτες μαζί ή κάθονταν και κουβέντιαζαν για το δρόμο και τους κινδύνους που θα συναντούσαν· και μελετούσαν τους ιστορημένους και ζωγραφισμένους χάρτες και τα βιβλία με τις παραδόσεις που βρίσκονταν στο σπίτι του Έλροντ. Μερικές φορές ο Φρόντο πήγαινε μαζί τους· αλλά του ήταν αρκετό ν’ αφήνεται στην καθοδήγησή τους και περνούσε τον περισσότερό του καιρό με τον Μπίλμπο.

Εκείνες τις τελευταίες μέρες οι χόμπιτ κάθονταν όλοι μαζί το βράδυ στην Αίθουσα της Φωτιάς κι εκεί, ανάμεσα σε πολλές ιστορίες, άκουσαν ολόκληρη την ωδή του Μπέρεν και της Λούθιεν και για το πώς κέρδισαν το Μεγάλο Πετράδι· αλλά τη μέρα, ενώ ο Μέρι κι ο Πίπιν γύριζαν εδώ κι εκεί. ο Φρόντο κι ο Σαμ βρίσκονταν συνέχεια με τον Μπίλμπο, στο μικρό του δωμάτιο. Εκεί ο Μπίλμπο τους διάβαζε κομμάτια απ’ το βιβλίο του (που ακόμα φαινόταν να θέλει πολλή δουλειά), ή αποσπάσματα απ’ τους στίχους του, ή κρατούσε σημειώσεις απ’ τις περιπέτειες του Φρόντο.

Το πρωί της τελευταίας μέρας ο Φρόντο ήταν μόνος με τον Μπίλμπο κι ο γερο-χόμπιτ έβγαλε κάτω απ’ το κρεβάτι του ένα ξύλινο κιβώτιο. Σήκωσε το καπάκι κι άρχισε να ψάχνει μέσα.

— Εδώ έχω το σπαθί σου, είπε. Αλλά ήταν σπασμένο, ξέρεις. Το πήρα να το φυλάξω, αλλά ξέχασα να ρωτήσω τους σιδεράδες αν μπορούσαν να το επισκευάσουν. Τώρα δεν έχουμε καιρό πια. Έτσι σκέφτηκα, ξέρεις, μήπως θέλεις να πάρεις αυτό;

Έβγαλε απ’ το κιβώτιο ένα μικρό σπαθάκι σε μια παλιά δερμάτινη θήκη. Έπειτα το τράβηξε έξω και η γυαλισμένη και καλοφροντισμένη του λεπίδα άστραψε ξαφνικά, κρύα και ζωηρή.

— Αυτό είναι το «Κεντρί», είπε και το κάρφωσε με πολύ λίγη προσπάθεια βαθιά σε μια ξύλινη σανίδα. Πάρ’ το, αν θέλεις. Δε νομίζω πως θα το ξαναχρειαστώ.

Ο Φρόντο το δέχτηκε μ’ ευγνωμοσύνη.

— Έχω ακόμα και τούτο εδώ! είπε ο Μπίλμπο, βγάζοντας έξω ένα δέμα που έδειχνε κάπως βαρύ για το μέγεθός του.

Ξετύλιξε ένα παλιό ύφασμα και σήκωσε ψηλά ένα μικρό αλυσιδωτό θώρακα. Ήταν πυκνοϋφασμένος με πολλούς κρίκους κι ευλύγιστος σαν λινό ύφασμα, κρύος σαν πάγος και σκληρότερος κι από ατσάλι. Άστραφτε σαν ασήμι στο φως του φεγγαριού κι ήταν στολισμένος με άσπρα πετράδια. Μαζί είχε και μια ζώνη στολισμένη με μαργαριτάρια και κρύσταλλα.

— Είναι ωραίος, δεν είναι; είπε ο Μπίλμπο, κουνώντας τον στο φως. Κι είναι χρήσιμος. Είναι ο αλυσιδωτός θώρακας των νάνων που μου έδωσε ο Θόριν. Τον πήρα πίσω απ’ το Μίσελ Ντέλβινγκ πριν ξεκινήσω και τον έβαλα μαζί με τις άλλες μου αποσκευές. Έφερα όλα τα σουβενίρ του Ταξιδιού μου μαζί, εκτός από το Δαχτυλίδι. Μα δε νομίζω πως θα τον χρησιμοποιήσω πια και τώρα δε μου χρειάζεται, εκτός να τον κοιτάζω πότε πότε. Δε νιώθεις καθόλου βάρος σαν τον φοράς.