— Θα φαίνομαι — να, δε νομίζω πως θα ταιριάζει απάνω μου, είπε ο Φρόντο.
— Αυτό το είπα κι εγώ, είπε ο Μπίλμπο. Αλλά μη σε μέλλει η εμφάνιση. Μπορείς να τον φορέσεις μέσα απ’ τα ρούχα σου. Έλα! Αυτό το μυστικό πρέπει να το μοιραστείς μαζί μου. Μην το πεις σε κανέναν άλλο! Αλλά θα νιώθω πολύ πιο ήσυχος σαν ξέρω πως τον φοράς. Έχω την εντύπωση πως μπορεί να σταματήσει ακόμα και τα μαχαίρια των Μαύρων Καβαλάρηδων, τέλειωσε, χαμηλώνοντας τη φωνή.
— Πολύ καλά, θα τον πάριο, είπε ο Φρόντο.
Ο Μπίλμπο του τον φόρεσε και κρέμασε το Κεντρί στην αστραφτερή ζώνη. Από πάνω ο Φρόντο φόρεσε το παλιό λεκιασμένο του παντελόνι, την μπλούζα και το σακάκι του.
— Τώρα φαίνεσαι σαν τον οποιοδήποτε χόμπιτ, είπε ο Μπίλμπο. Αλλ’ όμως φοράς παραπάνω απ’ όσα δείχνεις εξωτερικά. Καλή σου τύχη!
Γύρισε απότομο και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, προσπαθώντας να μουρμουρίσει κάποιο σκοπό.
— Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω, Μπίλμπο, και γι’ αυτό και για όλες σου τις περασμένες καλοσύνες, είπε ο Φρόντο.
— Μην προσπαθείς! είπε ο γερο-χόμπιτ, γυρίζοντας και χτυπώντας τον στην πλάτη. Οχ! φώναξε. Παραείσαι σκληρός τώρα για ξυλιές! Αλλά να: εμείς οι χόμπιτ πρέπει να είμαστε ενωμένοι, ιδιαίτερα εμείς οι Μπάγκινς. Το μόνο που σου ζητώ είναι τούτο: πρόσεξε τον εαυτό σου όσο πιο πολύ μπορείς και φέρε μου όσο πιο πολλά νέα μπορείς και ό,τι παλιές ιστορίες και τραγούδια τύχει ν’ ακούσεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ να τελειώσω το βιβλίο μου πριν το γυρισμό σου. Θα ήθελα να γράψω το δεύτερο βιβλίο, αν προλάβω.
Σταμάτησε και γύρισε κατά το παράθυρο ξανά, τραγουδώντας σιγανά.
Ο Δεκέμβρης έφτανε στο τέλος του κι η μέρα ήταν κρύα και δίχως ήλιο. Ο Ανατολικός “Ανεμος φυσούσε στα γυμνά κλαδιά των δέντρων και σφύριζε ανάμεσα στα μαυριδερά πεύκα στους λόφους. Κουλουριασμένα σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, μαύρα και χαμηλά. Σαν άρχισαν νωρίς νωρίς να πέφτουν οι πένθιμες σκιές του βραδινού, η ομάδα ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Θα ξεκινούσαν μόλις σκοτείνιαζε, γιατί ο Έλροντ τους συμβού-λεψε να ταξιδεύουν κρυμμένοι στο σκοτάδι της νύχτας όσο πιο πολύ μπορούσαν, ώσπου να βρεθούν μακριά απ’ το Σκιστό Λαγκάδι.
— Πρέπει να φοβάστε τα πολλά μάτια των υπηρετών του Σόρον, είπε. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως τα νέα του παθήματος των Καβαλάρηδων τον έχουν φτάσει κιόλας και θα ’ναι όλος θυμό. Δε θ’ αργήσουν τώρα πια οι κατάσκοποι του, πεζοί και φτερωτοί, να εμφανιστούν στο Βοριά. Ακόμα και τον ουρανό από πάνω σας πρέπει να φοβάστε τώρα που θα ταξιδεύετε.
Η Ομάδα πήρε λίγα όπλα μαζί, γιατί έλπιζαν πιο πολύ στη μυστικότητα παρά στον πόλεμο. Ο Άραγκορν είχε τον Αντούριλ μονάχα και ξεκινούσε ντυμένος στα πράσινα και καφετιά σαν Περιφερόμενος Φύλακας της ερημιάς. Ο Μπορομίρ είχε ένα μακρύ σπαθί, σαν τον Αντούριλ, αλλά με μικρότερη γενεαλογία και κρατούσε ακόμα μια ασπίδα και το πολεμικό του βούκινο.
— Η φωνή του ακούγεται δυνατή και καθαρή στις λοφοκοιλάδες, είπε, και τότε καλά θα κάνουν οι εχθροί της Γκόντορ να το βάλουν στα πόδια! Βάζοντας το βούκινο στο στόμα του, το φύσηξε δυνατά και η ηχώ αντήχησε από βράχο σε βράχο κι όλοι όσοι άκουσαν το κάλεσμά του στο Σκιστό Λαγκάδι πετάχτηκαν όρθιοι.