— Ανάξιος εμπιστοσύνης είναι αυτός που λέει αντίο σα δει το δρόμο να σκοτεινιάζει, είπε ο Γκίμλι.
— Ίσως, είπε ο Έλροντ, αλλά καλύτερα να μην ορκιστεί πως θα βαδίσει στο σκοτάδι αυτός που δεν έχει δει ούτε το νύχτωμα.
— Ναι, αλλά ο όρκος δίνει δύναμη στην καρδιά που τρέμει, είπε ο Γκίμλι.
— Ή την κομματιάζει, είπε ο Έλροντ. Μην κοιτάς πολύ μακριά στο μέλλον! Πηγαίνετε τώρα με ελαφριά καρδιά! Έχετε γεια και ας είναι μαζί σας οι ευλογίες των Ξωτικών και των Ανθρώπων κι όλων των Ελεύθερων Λαών. Ας φωτίζουν τ’ άστρα τα πρόσωπά σας!
— Καλή τύχη... καλή τύχη! φώναξε ο Μπίλμπο, κομπιάζοντας απ’ το κρύο. Δε φαντάζομαι να μπορέσεις να κρατάς ημερολόγιο, Φρόντο, νεαρέ μου. αλλά θα περιμένω να μου τα πεις όλα πένα και χαρτί σα γυρίσεις. Και κοίτα μην αργήσεις! Έχετε γεια!
Πολλοί άλλοι απ’ το σπιτικό του Έλροντ στέκονταν στις σκιές και τους έλεγαν αντίο με απαλές φωνές. Δεν ακουγόταν ούτε γέλιο ούτε μουσική ή τραγούδι. Τέλος έστριψαν και χάθηκαν σιωπηλά μες στο μισοσκόταδο.
Πέρασαν τη γέφυρα και ανηφόρισαν αργά τα απόκρημνα μονοπάτια που οδηγούσαν έξω απ’ τη βαθιά κοιλάδα του Σκιστού Λαγκαδιού· κι έφτασαν τέλος σ’ ένα χέρσο πλάτωμα, που ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα ρείκια. Ύστερα, ρίχνοντας μια ματιά στο Τελευταίο Φιλόξενο Σπιτικό που τα φώτα του τρεμόσβηναν κάτω στα πόδια τους, πήραν το δρόμο μες στο σκοτάδι.
Στο Πέρασμα του Μπρούινεν άφησαν το Δρόμο κι έστριψαν νότια ακολουθώντας στενά μονοπάτια ανάμεσα στην κυματιστή γη. Σκοπός τους ήταν να ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση δυτικά απ’ τα Βουνά πολλές μέρες και για πολλά μίλια. Η περιοχή ήταν πολύ κακοτράχαλη και γυμνή απ’ την πράσινη κοιλάδα του Μεγάλου Ποταμού της Έρημης Χώρας απ’ την άλλη μεριά των Βουνών κι έτσι ο δρόμος τους θα ήταν αργός· αλλά έλπιζαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξεφύγουν τα εχθρικά μάτια. Οι κατάσκοποι του Σόρον, ως κόρα, σπάνια εμφανίζονταν σ’ αυτή την ακατοίκητη περιοχή και τα μονοπάτια ήταν ελάχιστα γνωστά σ’ άλλους εκτός απ’ τους κατοίκους του Σκιστού Λαγκαδιού.
Μπροστά πήγαινε ο Γκάνταλφ και μαζί του ο Άραγκορν, που ήξερε αυτή τη γη ακόμα και στο σκοτάδι. Οι άλλοι πήγαιναν από πίσω στη γραμμή κι ο Λέγκολας που είχε γερά μάτια ήταν οπισθοφυλακή. Το πρώτο μέρος του ταξιδιού τους ήταν δύσκολο και καταθλιπτικό κι ο Φρόντο δε θυμόταν σχεδόν τίποτα απ’ αυτό εκτός απ’ τον αέρα. Για πολλές ανήλιαγες μέρες ένας παγερός άνεμος ερχόταν ανατολικά απ’ τα Βουνά και κανένα ρούχο δεν μπορούσε να εμποδίσει τα ψαχουλευτά του δάχτυλα. Αν κι όλοι στην Ομάδα ήταν καλά ντυμένοι, σπάνια ένιωθαν ζεστοί είτε σαν περπατούσαν είτε σαν ξεκουράζονταν. Κοιμόνταν άβολα τα μεσημέρια, σε κάκοιο βαθούλωμα της γης ή κρυμμένοι κάτω απ’ τα μπλεγμένα κλαδιά βάτων που φύτρωναν πυκνοί σε πολλά μέρη. Το απόγευμα τους ξυπνούσε ο σκοπός κι έτρωγαν το κυρίως γεύμα τους: κρύο κι άχαρο κατά κανόνα, γιατί σπάνια τολμούσαν να διακινδυνεύσουν ν’ ανάψουν φωτιά. Το βραδάκι κινούσαν πάλι, πάντα πηγαίνοντας κατά το Νοτιά, όσο μπορούσαν να . βρουν δρόμο.
Στην αρχή φαινόταν στους χόμπιτ πως, αν και περπατούσαν και σκόνταφταν μέχρι που κόβονταν τα πόδια τους, προχωρούσαν σαν σαλιγκάρια και δεν’ έφταναν πουθενά. Κάθε μέρα η γη φαινόταν η ίδια όπως και την προηγούμενη. Αλλ’ όμως, σταθερά, τα βουνά όλο και πλησίαζαν. Στα νότια του Σκιστού Λαγκαδιού υψώνονταν ακόμα πιο ψηλά κι έστριβαν δυτικά· και κάτω στα πόδια της κυρίως οροσειράς απλωνόταν μια όλο και πιο μεγάλη περιοχή με πένθιμους λόφους και βαθιές κοιλάδες γεμάτες ταραγμένα νερά. Τα μονοπάτια ήταν ελάχιστα και φιδογυριστά και πολύ συχνά τους έβγαζαν στην άκρη κάποιου απότομου γκρεμού ή σε τίποτα επικίνδυνους βάλτους.
Βρίσκονταν δυο βδομάδες στο δρόμο, όταν ο καιρός άλλαξε. Ο αέρας έπεσε ξαφνικά κι έπειτα γύρισε νοτιάς. Τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό ψήλωσαν και διαλύθηκαν· και βγήκε ο ήλιος χλωμός και λαμπερός. Κάποτε ξημέρωσε μια παγωμένη κι ασυννέφιαστη αυγή στο τέλος μιας ατέλειωτης νυχτερινής πορείας. Με σερνόμενα πόδια οι ταξιδιώτες έφτασαν σε μια χαμηλή ράχη στεφανωμένη με κάτι γέρικα πουρνάρια, που οι γκριζοπράσινοι κορμοί τους φαίνονταν λες κι είχαν γίνει απ’ τους ίδιους τους βράχους των λόφων. Τα σκούρα φύλλα τους άστραφταν και τα μούρα τους άναβαν κόκκινα στο φως του ήλιου που έβγαινε.
Μακριά στο νοτιά ο Φρόντο μπορούσε να δει τις θαμπές σιλουέτες των ψηλών βουνών που τώρα λες κι υψώνονταν στο δρόμο ακριβώς που ακολουθούσε η Ομάδα. Στ’ αριστερά αυτής της ψηλής βουνοσειράς υψώνονταν τρεις κορφές· η ψηλότερη, που ήταν και η πιο κοντινή, πεταγόταν προς τα πάνω σαν δόντι χιονισμένο στην άκρη· η μεγάλη βορινή της κάθετη πλαγιά ήταν ακόμα στη σκιά, αλλά όπου έπεφτε ο ήλιος, άναβε κόκκινη.