— Τι συμβαίνει, Γοργοπόδαρε; φώναξε από κάτω ο Μέρι. Τι γυρεύεις; Σου λείπει ο Ανατολικός Άνεμος;
— Όχι, βέβαια, απάντησε. Αλλά κάτι μου λείπει. Έχω βρεθεί στη χώρα του Χόλιν σε πολλές και διαφορετικές εποχές. Δεν κατοικεί βέβαια κόσμος εδώ τώρα, αλλά πολλά άλλα πλάσματα ζουν εδώ όλες τις εποχές, ιδιαίτερα πουλιά. Κι όμως τώρα τα πάντα, εκτός από σας, είναι σιωπηλά. Το αισθάνομαι. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος για μίλια γύρω μας και οι φωνές σας φαίνονται να κάνουν τη γη ν’ αντηχεί. Δεν το καταλαβαίνω. Ο Γκάνταλφ σήκωσε το κεφάλι απότομα.
— Τι λες να φταίει; ρώτησε. Νομίζεις πως δεν είναι μόνο έκπληξη για την εμφάνιση τεσσάρων χόμπιτ, για να μην πω κι εμάς τους υπόλοιπους, σ’ ένα μέρος που κόσμος εμφανίζεται κι ακούγεται τόσο σπάνια;
— Μακάρι να ’ναι αυτό, απάντησε ο Άραγκορν. Έχω μια αίσθηση επιφυλακής και φόβου που δεν την ξαναείχα άλλη φορά εδώ.
— Τότε πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί, είπε ο Γκάνταλφ. Σαν έχουμε έναν Περιφερόμενο Φύλακα μαζί μας, καλά θα κάνουμε να δώσουμε προσοχή σ’ αυτά που λέει, ιδιαίτερα όταν αυτός ο Φύλακας είναι ο Άραγκορν. Πρέπει, λοιπόν, να πάψουμε να μιλάμε δυνατά, να αναπαυθούμε ήσυχα και να βάλουμε σκοπό.
Ήταν η σειρά του Σαμ να φυλάξει πρώτος σκοπός, αλλά ο Άραγκορν πήγε μαζί του. Οι άλλοι έπεσαν για ύπνο. Τότε η σιωπή μεγάλωσε μέχρι που κι ο Σαμ την ένιωσε. Η αναπνοή των κοιμισμένων ακουγόταν ξεκάθαρα. Το σουσούρισμα της ουράς του πόνυ και το κούνημα των ποδιών του πότε πότε ακούγονταν σαν δυνατοί θόρυβοι. Ο Σαμ μπορούσε ν’ ακούσει τις κλειδώσεις του να τρίζουν όταν κουνιόταν. Νεκρική σιωπή απλωνόταν γύρω του· και πάνω απ’ όλα βρισκόταν ένας ασυννέφιαστος ουρανός που πάνω του ταξίδευε ο “Ηλιος καθώς ανέβαινε απ’ την Ανατολή. Πέρα στο Νοτιά παρουσιάστηκε ένα μαύρο σημαδάκι που μεγάλωνε και ταξίδευε κατά το Βοριά σαν καπνός που τον τρέχει ο αγέρας.
— Τι είναι τούτο, Γοργοπόδαρε; Δε μοιάζει με σύννεφο, είπε ο Σαμ ψιθυριστά στον Άραγκορν.
Εκείνος δεν απάντησε αλλά κοίταζε με προσοχή τον ουρανό· αλλά γρήγορα ο Σαμ μπορούσε να δει και μόνος του τι ήταν αυτό που πλησίαζε. Κοπάδια πουλιά πετούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έκαναν στροφές και κύκλους και διάσχιζαν διαγώνια την περιοχή ολόκληρη, λες κι αναζητούσαν κάτι. Και συνεχώς πλησίαζαν.
— Πέσε κάτω και μην κουνιέσαι! σφύριξε ο Άραγκορν, τραβώντας το Σαμ κάτω απ’ τη σκιά ενός πουρναριού· γιατί ένα ολόκληρο σύνταγμα πουλιά ξέκοψε ξαφνικά απ’ το υπόλοιπο κοπάδι κι ερχόταν, πετώντας χαμηλά, ίσια κατά τη ράχη.
Του Σαμ του φάνηκαν σαν ένα είδος μεγάλου κορακιού. Όπως περνούσαν από πάνω τους, τόσο πυκνά που η σκιά τους τα ακολουθούσε σκοτεινή πάνω στη γη, ένα στριγκό κρώξιμο ακούστηκε.
Αφού μίκρυναν κι απομακρύνθηκαν κατά το βοριά και την ανατολή κι ο ουρανός καθάρισε, τότε μόνο σηκώθηκε ο Άραγκορν. Πετάχτηκε όρθιος και πήγε και ξύπνησε τον Γκάνταλφ.
— Κοπάδια μαύρα κοράκια πετάνε παντού πάνω σ’ όλη την περιοχή ανάμεσα στα Βουνά και στον Γκριζονέρη, είπε, και πέρασαν και πάνω από το Χόλιν. Δεν είναι ντόπια· είναι crebain απ’ το Φάνγκορν και τη Μαυροχώματη Χώρα. Δεν ξέρω τι γυρεύουν: είναι πολύ πιθανό να γίνονται φασαρίες πέρα στο Νοτιά και γι’ αυτό να φεύγουν· αλλά εγώ νομίζω πως κατασκοπεύουν την περιοχή. Πήρε ακόμα το μάτι μου και πολλά γεράκια να πετάνε ψηλά. Νομίζω πως πρέπει να προχωρήσουμε απόψε. Το Χόλιν δεν είναι πια ασφαλισμένο για μας: το κατασκοπεύουν.
— Σ’ αυτή την περίπτωση θα παρακολουθείται και η Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, είπε ο Γκάνταλφ· και πώς θα την περάσουμε απαρατήρητοι, δεν μπορώ ούτε να το διανοηθώ. Αλλά θα το σκεφτούμε σαν έρθει η ώρα. Όσο για. το να φύγουμε μόλις σκοτεινιάσει, φοβάμαι πως έχεις δίκιο.
— Ευτυχώς που η φωτιά μας έκανε ελάχιστο καπνό και είχε μισοσβήσει πριν να φανούν τα crebain, είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να τη σβήσουμε τελείως και να μην την ξανανάψουμε.
— Μπα, κακό που μας βρήκε! είπε ο Πίπιν.
Τα νέα: όχι φωτιά κι αναχώρηση πάλι μόλις νύχτωνε, του ανακοινώθηκαν μόλις ξύπνησε αργά το απόγευμα.
Κι όλ’ αυτά επειδή φάνηκαν μερικά κοράκια! Και πώς το περίμενα να φάμε ένα σωστό φαΐ απόψε: κάτι ζεστό!
— Λοιπόν, μπορείς να συνεχίσεις να το περιμένεις, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ πιθανό πως θ’ απολαύσεις πολλά απρόσμενα συμπόσια στο μέλλον. Εγώ για λόγου μου θα ήθελα μια πίπα να καπνίσω με την ησυχία μου και πιο ζεστά πόδια. Πάντως, είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα οπωσδήποτε: ο καιρός θα ζεσταίνει όσο πηγαίνουμε στο Νοτιά.
Θα καούμε, σίγουρα, μουρμούρισε ο Σαμ στο Φρόντο. Αλλά αρχίζω να πιστεύω πως είναι καιρός πια να δούμε κι αυτό το Βουνό της Φωτιάς, δηλαδή, το τέλος του Δρόμου, να πούμε. Εγώ στην αρχή νόμιζα πως τούτο δω το Κόκκινο Κέρατο ή πώς στο καλό το λένε, ήτανε το βουνό που γυρεύουμε, ώσπου ο Γκίμλι μας είπε το κομμάτι του. Μωρέ γλώσσα κι αυτή! Να σπας τα σαγόνια σου! Πού τη βρήκανε οι Νάνοι!