Οι χάρτες δεν είχαν κανένα νόημα για το Σαμ κι όλες οι αποστάσεις σ’ αυτές τις άγνωστες περιοχές του φαίνονταν τόσο τεράστιες, που τα είχε εντελώς χαμένα.
Όλη εκείνη τη μέρα η Ομάδα έμεινε κρυμμένη. Τα μαύρα πουλιά περνούσαν από πάνω πότε πότε· αλλά σαν ο Ήλιος κοκκίνισε στη Λύση, χάθηκαν στο νοτιά. Με το λυκόφως η Ομάδα κίνησε πάλι και στρίβοντας κατά την Ανατολή, τράβηξε για τον Καράντρας, που μακριά έφεγγε ακόμα κόκκινος αμυδρά στο τελευταίο φως του Ήλιου που είχε χαθεί. Ένα ένα τα άσπρα αστέρια άναβαν καθώς ο ουρανός θάμπωνε.
Με οδηγό τον Άραγκορν πήραν καλό μονοπάτι. Στο Φρόντο φαινόταν να μοιάζει με τ’ απομεινάρια κάποιου αρχαίου δρόμου, που ήταν κάποτε φαρδύς και καλοφτιαγμένος κι ένωνε το Χόλιν με το πέρασμα του βουνού. Το Φεγγάρι, πανσέληνος απόψε, βγήκε πίσω απ’ τα βουνά κι έριχνε ένα χλωμό φως που έκανε μαύρες τις σκιές απ’ τις πέτρες. Πολλές απ’ αυτές έδειχναν πως είχαν πελεκηθεί από χέρια, αν και τώρα ήταν πεσμένες εδώ κι εκεί. ερείπια σε μια γη άχαρη και γυμνή.
Έφτασε η παγωμένη ώρα ακριβώς πριν το χάραμα. Το φεγγάρι είχε χαμηλώσει. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά στον ουρανό ψηλά. Ξαφνικά είδε ή μάλλον ένιωσε μια σκιά να περνά μπροστά από τ’ αστέρια ψηλά και για μια στιγμή αυτά χλώμιασαν κάπως κι έπειτα έλαμψαν πάλι. Αναρρίγησε.
— Είδες τίποτα να πετάει ψηλά; ψιθύρισε στον Γκάνταλφ που βρισκόταν ακριβώς μπροστά.
— Όχι, αλλά το ένιωσα, ό,τι κι αν ήταν, απάντησε. Μπορεί και να μην είναι τίποτα, ένα συννεφάκι μονάχα.
— Έτρεχε γρήγορα για συννεφάκι, μουρμούρισε ο Άραγκορν, και μάλιστα αντίθετα με τον αέρα.
Τίποτα άλλο δεν έγινε εκείνη τη νύχτα. Η άλλη μέρα ξημέρωσε ακόμα πιο ηλιόλουστη. Η ατμόσφαιρα όμως ήταν παγωμένη ξανά κι ο αέρας γύριζε πάλι ανατολικός. Για δυο νύχτες ακόμα συνέχισαν την πορεία, ανηφορίζοντας σταθερά αλλά όλο και πιο αργά όσο ο δρόμος στριφογύριζε ανεβαίνοντας στους λόφους· και τα βουνά έρχονταν όλο και πιο κοντά. Το τρίτο πρωινό ο Καράντρας υψώθηκε μπροστά τους, μια θεόρατη κορφή, στολισμένη από πάνω με ασημένιο χιόνι, με πλευρές όμως απόκρημνες κι ολόγυμνες, μουντές κόκκινες, λες και βαμμένες μ’ αίμα.
Ο ουρανός είχε μαυρισμένη όψη κι ο ήλιος ήταν χλωμός. Ο άνεμος είχε γυρίσει βορειοανατολικός. Ο Γκάνταλφ μυρίστηκε τον αέρα και κοίταξε πίσω.
— Ο χειμώνας αγριεύει πίσω μας, είπε χαμηλόφωνα στον Άραγκορν. Τα βουνά στο Βοριά είναι πιο άσπρα απ’ ό,τι ήταν και το χιόνι έχει κατέβει πολύ χαμηλά στις πλαγιές τους. Απόψε θα πάρουμε το δρόμο για την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου ψηλά. Έχουμε πολλές πιθανότητες να μας δουν αυτοί που παρακολουθούν το στενό μονοπάτι και να μας στήσουν καρτέρι· ο καιρός όμως μπορεί ν’ αποδειχτεί ο πιο θανάσιμος εχθρός μας. Τι λες τώρα για το δρόμο που διάλεξες, Άραγκορν;
Ο Φρόντο άκουσε αυτές τις κουβέντες και κατάλαβε πως ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν συνέχιζαν να κουβεντιάζουν κάποια διαφορά που είχαν από καιρό. Τέντωσε τ’ αυτιά του ανήσυχα.
Δε σκέφτομαι τίποτα καλό για το δρόμο μας απ’ την αρχή ως το τέλος, όπως πολύ καλά το ξέρεις, Γκάνταλφ, απάντησε ο Άραγκορν. Και οι κίνδυνοι, γνωστοί και άγνωστοι, θα πληθαίνουν όσο προχωρούμε. Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε· και δε βγαίνει τίποτα να καθυστερούμε να περάσουμε τα βουνά. Πιο κάτω δεν υπάρχουν άλλα περάσματα εκτός απ’ το Άνοιγμα του Ρόαν. Αλλά δεν τον εμπιστεύομαι πια αυτόν το δρόμο ύστερα από τα νέα σου για το Σάρουμαν. Ποιος ξέρει τώρα με τίνος το μέρος να είναι οι στρατηγοί των Αλογο-αφεντάδων;
— Αλήθεια, ποιος να ξέρει! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός απ’ το πέρασμα του Καράντρας: ο σκοτεινός και κρυφός δρόμος που κουβεντιάσαμε άλλοτε.
— Ας μην το ξανακουβεντιάσουμε! Όχι ακόμα! Μην πεις τίποτα στους άλλους, σε παρακαλώ, εκτός κι είναι φανερό πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Πρέπει ν’ αποφασίσουμε πριν προχωρήσουμε παραπέρα, απάντησε ο Γκάνταλφ.
— Τότε ας σκεφτούμε το πράγμα μέσα μας, όσο που οι άλλοι να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν, είπε ο Άραγκορν.
Νωρίς το απόγευμα, την ώρα που οι άλλοι θα τέλειωναν το πρωινό τούς, ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν πήγαν παράμερα και στάθηκαν κοιτάζοντας τον Καράντρας. Οι πλευρές του τώρα ήταν σκοτεινές και σκυθρωπές κι η κορφή του βρισκόταν στα σταχτιά σύννεφα, Ο Φρόντο τους παρακολουθούσε κι αναρωτιόταν τι δρόμο θα έπαιρνε η διαφωνία. Σα γύρισαν πίσω στην Ομάδα, μίλησε ο Γκάνταλφ και τότε ο Φρόντο έμαθε πως είχαν αποφασίσει ν’ αντιμετωπίσουν την κακοκαιρία και το ψηλό πέρασμα, Ένιωσε ανακουφισμένος. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι να ήταν ο άλλος ο σκοτεινός και κρυφός δρόμος, αλλά ακόμα και η κουβέντα γύρω απ’ αυτόν φαινόταν να γεμίζει τον Άραγκορν με φόβο κι ο Φρόντο χαιρόταν που τον είχαν εγκαταλείψει.